Ο Τάσος Τσιλίκουνας* είδε την παράσταση “Ονόριο” που ανεβαίνει στο “Θέατρο Βαφείο-Λάκης Καραλής” σε σκηνοθεσία Λάζαρου Βαρτάνη – Στέφανου Παπατρέχα και μας γράφει τη γνώμη του. 

 

Οι φίλοι και οι άνθρωποι που «εμπιστευόμαστε «καλλιτεχνικά»

ήταν ανέκαθεν (και) για μένα καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή της επόμενης παράστασης που θα παρακολουθήσω. Έτσι, όταν «έπεσα» τυχαία σε ένα Instagram story μιας φίλης και ηθοποιού που πρότεινε μία παράσταση στο Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής, ήταν αναπόφευκτο να ψάξω λίγο παραπάνω περί τίνος πρόκειται. Μία μικρή έρευνα και μία σύμπτωση αργότερα (ο φίλος στον οποίο πρότεινα να με συνοδέψει ήταν επίσης φίλος του συγγραφέα του έργου), βρέθηκα ένα βράδυ Δευτέρας έξω από το θέατρο, λιγάκι επιφυλακτικός και σίγουρα περίεργος.

Παίρνοντας θέση στα καθίσματα βρίσκομαι μπροστά σε μία ομολογουμένως μεγάλη σκηνή σε ένα σχετικά μικρό θέατρο, η οποία σκηνή απλώνεται σε διάφορα επίπεδα και με ιδιόμορφη διαρρύθμιση, ενώ τα σκηνικά και ο φωτισμός πριν την έναρξη της παράστασης, όσο ο κόσμος ακόμα παίρνει τις θέσεις του, είναι μελετημένα, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια, χαρακτηριστικά, ώστε να μας «βάλουν» ήδη πριν την έναρξης της παράστασης σε ένα ιδιαίτερο κλίμα μυσταγωγίας.

Η Υπόθεση

Μεσαίωνας. Οι ισορροπίες ενός μοναστηριού διαταράσσονται από μια μοναχή, που φέρνει την αμαρτία. Μια δούκισσα βασανίζεται από τις ενοχές της και τιμωρείται μέσα από δαίμονες του ύπνου. Τσιγγάνοι στήνουν γλέντι και ξεγελούν ανυποψίαστους διαβάτες. Και ένας μυστηριώδης άνθρωπος – παρών σε όλα – εξαπατάει τους πάντες, γλιστρώντας ανάμεσά τους και καταργώντας κάθε νόμο.

Το τρίτο κουδούνι ακούγεται,

η σκηνή σκοτεινιάζει και η παράσταση αρχίζει με την εμφάνιση του Στέφανου Παπατρέχα (αρχικά) σε ρόλο αφηγητή-κομπέρ, ενώ τα φώτα και η μουσική δημιουργούν μία εμφανή ατμόσφαιρα μυστηρίου, η οποία έμελλε να αποτελέσει καθοριστικό ατού κατά τη διάρκεια και των τριών πράξεων του έργου. Είτε επρόκειτο για άτοπους-τόπους που εξυπηρετούσαν την αφήγηση του έργου, είτε για τους χώρους ενός μοναστηριού, τα δωμάτια ενός παλατιού ή τους δρόμους σε μία μακρινή εξοχή, η σκηνή προσαρμοζόταν αναλόγως ενώπιον μας, με την πολύτιμη βοήθεια του εμπνευσμένου σχεδιασμού φώτων του Τάκη Λυκοτραφίτη.

Η σκηνοθεσία,

που συνυπογράφουν ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας, εκτός του ότι εξυπηρετεί σαφώς τις αφηγηματικές ανάγκες του έργου, είναι πολύ δουλεμένη και με σαφή άποψη, προσδίδοντας στο συνολικό αποτέλεσμα και τη γενική αίσθηση του θεατή. Με συνεχή ροή, εναλλαγή σκηνών και θέσεων αλλά και έναν αεικίνητο θίασο οι σκηνοθέτες εκμεταλλεύονται κάθε σπιθαμή της σκηνής και του χώρου που την περιβάλλει, εντάσσοντας στη συνθήκη του έργου όλες τις ιδιαιτερότητες της αίθουσας αλλά και της ίδιας της διαρρύθμισης της σκηνής, γεγονός που κρατά τον θεατή σε εγρήγορση, ιδίως κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων πράξεων του έργου πριν το διάλλειμα, που δεν είναι και αμελητέα.

Ο έντονος ρεαλισμός

αλλά και το πλήθος τεχνικών που παραπέμπουν στο συμβολισμό εναλλάσσονται με επιτυχημένο τρόπο αναδεικνύοντας μία εποχή για την οποία λίγο πολύ όλοι έχουμε μια κάπως βεβαρημένη και πάντως σκοτεινή εικόνα, τον Μεσαίωνα. Η σκηνοθεσία όμως τελικά εξυπηρετεί περισσότερο από όλα το νόημα του ίδιου του κειμένου αφού με τεχνικές φλασπάκ, με παρεμβολές αφηγήσεων και σχολίων, επανάληψη σκηνών από διαφορετικές οπτικές, εστιάζει στη σχετικότητα της αλήθειας που είναι και το κέντρο βάρους του ίδιου του έργου.

Ο συγγραφέας

Στέφανος Παπατρέχας προβληματίζεται και καταφέρνει να προβληματίσει και εμάς σχετικά με την έννοια της αλήθειας: είναι μία και καθολική; μήπως καθένας μας διαθέτει τη δική του; μήπως τελικά η αλήθεια μεταβάλλεται αναλόγως με αυτόν που τη μοιράζεται ή αυτόν που την ακούει; Το κείμενο του πρωτότυπου έργου που έγραψε ο συγγραφέας στη διάρκεια της πανδημίας είναι ρεαλιστικό και συνάμα θεατρικά μαγικό, περιέχει ποιητικό λόγο χωρίς όμως να κινδυνεύει να γίνει μονότονο ή κουραστικό, αφού ο ρεαλισμός αρκετών σκηνών κρατά τις ισορροπίες κατά τη θέαση.

Το έργο

«Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία», που απέσπασε το 2ο Βραβείο Κοινού All4Fun στην κατηγορία Νεοελληνικού Έργου και ήταν υποψήφιο για Βραβείο Κάρολος Κουν στην κατηγορία Δραματουργίας Ελληνικού Έργου, χρησιμοποιεί τρεις διαδοχικές ιστορίες με έναν κοινό παρονομαστή, τον ήρωά του, Ονόριο, και σχετικοποιεί την έννοια της αλήθειας, της ηθικής, του σωστού και του λάθους, θέτοντας ερωτήματα απευθείας στο θεατή σχετικά με το αν τελικά η πραγματικότητα είναι μία ή το πόσο ρευστή μπορεί να είναι τελικά αναλόγως του ποιος τη διηγείται. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι πρόκειται για ένα πρωτότυπο έργο που γεννήθηκε από το μηδέν στο μυαλό του συγγραφέα και αφορά μία άλλη, μακρινή εποχή και όχι το σήμερα, με νοήματα που ξεφεύγουν σίγουρα της απλοϊκότητας αλλά και με στοιχεία διάχυτου σαρκασμού, ρεαλισμού και ειρωνείας, είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο ότι νέοι άνθρωποι που ζουν στο σήμερα καταφέρνουν να εμπνέονται και να δημιουργούν κατ’ αυτό τον τρόπο.

Οι ερμηνείες

των ηθοποιών ήταν επαρκείς, με ωραίες κορυφώσεις σε αρκετά σημεία, ενώ εξυπηρέτησαν σε μεγάλο βαθμό την πολυπλοκότητα του έργου που απαιτεί αρκετές εναλλαγές σκηνών, εικόνων και ρόλων. Ξεχωρίζουν σίγουρα ο Λάζαρος Βαρτάνης στο ρόλο του Ονόριο που χτίζει ένα χαρακτήρα αποκαλύπτοντας σταδιακά το μυστηριώδη πρωταγωνιστή του έργου, ο Στέφανος Παπατρέχας στο ρόλο του αφηγητή που πετυχαίνει μία άμεση σύνδεση με τους θεατές στα περισσότερα σημεία του έργου αλλά και η Σύνθια Μπατσή που αναλαμβάνει και φέρνει σε πέρας απολαυστικά τα περισσότερα κωμικά στιγμιότυπα του έργου. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος Καναβός, η Μαίρη Ξένου και η Γεωργία Πιερρουτσάκου έχουν ο καθένας τους ξεχωριστές στιγμές στο έργο που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του θεατή.

Στα μειονεκτήματα

της παράστασης, για κάποιους πιθανόν, η διάρκειά της (130’ με ένα 10λεπτο διάλλειμα μεταξύ δεύτερης και τρίτης πράξης), αφού το πρώτο μέρος είναι και το μεγαλύτερο και ενδεχομένως το πιο κουραστικό για το θεατή. Ωστόσο, το συντομότερο δεύτερο μέρος και κυρίως ο γρήγορος ρυθμός του περισώζουν τη γενική αίσθηση στο τέλος της παράστασης αναφορικά με τη διάρκειά της. Ενδεχομένως ένα πιο σφιχτό πρώτο μέρος, ιδίως η πρώτη πράξη που είναι και η πιο λεπτομερής ιστορία από τις τρεις, να βοηθούσε στο να κρατήσει σε μεγαλύτερη εγρήγορση το κοινό και το ενδιαφέρον του.

Κλείνοντας,

θεωρώ ότι άσχετα από το προσωπικό γούστο του καθενός, από αν μια ιστορία μας φαίνεται ελκυστική ή λιγότερο ενδιαφέρουσα ή από το αν μας αρέσει ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία μας τη διηγούνται, οφείλουμε αν μη τι άλλο να σταθούμε με σεβασμό και να αναγνωρίσουμε την έμπνευση και τη δημιουργικότητα μιας νέας γενιάς που οραματίζεται, προσπαθεί, καταπιάνεται με όχι εύκολα θέματα και, γιατί όχι, τελικά τα καταφέρνει.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο: Στέφανος Παπατρε΄χας

Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης – Στέφανος Παπατρέχας

Σκηνικά – κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη

Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη

Σχεδιασμός φωτισμών: Τάκης Λυκοτραφίτης

Επιμέλεια κίνησης: Μαρίνα Μαυρογένη

Βοηθός σκηνοθέτη – φωτογραφίες- trailer – γραφιστικά: Λιλή Νταλανίκα

Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου-φροντιστής: Ιωάννα Καλαβρού

Μακιγιάζ φωτογράφισης και trailer: Έλενα Κοκκίνη

Επικοινωνία παράστασης:Μαριάννα Παπάκη – Νώντας Δουζίνας

Παραγωγή: Ονόριο ΑΜΚΕ

Παίζουν:Λάζαρος Βαρτάνης, Αλέξανδρος Καναβός, Σύνθια Μπατσή, Μαίρη Ξένου, Στέφανος Παπατρέχας, Γεωργία Πιερρουτσάκου

*Ο Τάσος Τσιλίκουνας

γεννήθηκε και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη. Είναι δικηγόρος και ένας απο τους λόγους που μετακόμισε στην Αθήνα το 2009 είναι τα θέατρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά και ακολουθεί συγκεκριμένους εκφραστές του θεάτρου φανατικά. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την υποκριτική μέσα από το θεατρικό εργαστήρι της καταπactή, εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ πλατείας και σκηνής.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ