της Πηγής Γρύλλη

Στο πλαίσιο του εργαστηρίου Βιωματικής Γραφής της Ειρήνης Δερμιτζάκη, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να γράψουν ένα μικρό διήγημα, εμπνεόμενοι από ένα τραγούδι. Οι στίχοι απέκτησαν σώμα, οι μουσικές φωνή και μας διηγήθηκαν την παρακάτω ιστορία!

Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ

Κρύφτηκε πίσω από ένα χαμόσπιτο, απέναντι απ΄ το Πολυτεχνείο. Τα καπνογόνα τον έπνιγαν. Μ΄ ένα βρεγμένο μαντίλι σκεπάζει τη μύτη. Τα μάτια τον τσούζουν αφόρητα. Στο άλλο χέρι κρατά κι ανεμίζει το πανό. «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», γράφει. ΚΙ εγώ, σκόρπιες λέξεις. Πότε μονοσύλλαβες, σ΄ επιφωνήματα πόνου, θυμού, ενθουσιασμού, πότε σε λέξεις δισύλλαβες και πολυσύλλαβες που στριφογυρίζουν και χορεύουν έντονα στο μυαλό του.

Μια λαοθάλασσα γύρω που φωνάζει και διεκδικεί αψηφώντας τους νόμους, τον κίνδυνο.«Κάτω η Χούντα», βρυχώνται. Ένα κορίτσι, γύρω στα είκοσι τρέχει προς το μέρος του. Έχει χάσει το ένα παπούτσι απ΄ τη βιασύνη της να ξεφύγει. Βαριανασαίνει, βήχει και φτύνει. Ένα δακρυγόνο έσκασε πριν λίγο στα πόδια της. Αναμαλλιασμένη, κρατά το μαντίλι που στόλιζε τα μαλλιά της στα χέρια, και προσπαθεί να το στερεώσει στο πρόσωπο.

«Νερό, λίγο νερό!», φωνάζει. «Κουράγιο! Δεν έχουν πολλά ψωμιά!», της λέει και της δίνει νερό απ΄ το μπουκάλι που έχει φυλαγμένο στην τσέπη του. Εκείνη τ΄ αρπάζει και πίνει, πίνει λαίμαργα. «Θα πεθάνουν οι άτιμοι!», λέει και τα μάτια της πετούν φλόγες. Δένει στέρεα το μαντίλι και καλύπτει τη μύτη και το πρόσωπο. Εκείνος την κοιτάζει κι εγώ, ξανά σε λέξεις στριμώχνομαι πότε στα μάτια που καρφώνονται και μένουν ακίνητα για να με πλάσουν, πότε στην άκρη των χειλιών που προσπαθούν να γίνουν φράσεις. Κι έπειτα γίνομαι μελωδία απροσδιόριστη. Σκόρπιες νότες σε κιθάρα ξεκούρδιστη.

Ένας οικοδόμος μ΄ ένα καδρόνι στο χέρι, τρέχει προς το μέρος του. « Ήρθαν τα τανκς! Θα χτυπήσουν!» φωνάζει. Εκείνη ουρλιάζει, κρατά το κεφάλι, κλείνει τ΄ αυτιά… Το μαντίλι λυμένο σκουπίζει τα δάκρυα που τρέχουν βροχή. «Ο Γιώργος, ο Γιώργος έμεινε πίσω! Του φώναζα! Του φώναζα να φύγει. Δεν άκουγε. Ο Γιώργος είναι αέρας. Φοβάμαι…». Εγώ… εγώ γίνομαι στίχος. Ένας, δυο, τρεις στίχοι, με μια μουσική στα σπάργανα που προσπαθεί να μ΄ αγκαλιάσει.

Η πύλη πέφτει. Ο ήχος απ΄ τις ερπύστριες ροκανίζει τ΄ αυτιά του. Κόσμος που τρέχει, φαντάροι που σημαδεύουν, πανό πεταμένα. Πάνω τους φρέσκο αίμα. Θάνατος!

«Γιώργο!!!», φωνάζει. Τη βλέπει να τρέχει.«Δεν μου είπες πώς σε λένε». «Μαρία, με λένεεε!» και χάνεται.

Σέρνει τα πόδια, κρύβεται πίσω από αυτοκίνητα, πίσω από αυλές χαμηλές, σταματάει στις εισόδους των πολυκατοικιών, αφουγκράζεται και προχωρά. Γόνατα πληγωμένα, αυτιά που βουίζουν. Δύο ώρες τρικλίζει στους δρόμους της Αθήνας . Φτάνει στο σπίτι ξημερώματα. Η μύτη του ποτάμι κόκκινο. Έχει χάσει αίμα. Ματώνει το πάτωμα, τα χαρτιά… Κι εγώ γεννιέμαι… Μέσα από οδύνες ψυχής. Ξημερώματα, στις 17 του Νοέμβρη. Οι λέξεις που ξεπηδούσαν, εγώ, γίνομαι πρώτη στροφή…

Όλα ταιριάζουν στον Γιώργο που άκουσε...

στον Γιώργο της Μαρίας…

Τα πλήκτρα του πιάνου, νιφάδες χιονιού κόκκινες κι εκείνος να προσπαθεί να με ντύσει με μελωδία. Αποκοιμιέται στο πιάνο. Ένας ύπνος που βρομά θάνατο. Όταν ανοίγει τα μάτια ακούει ειδήσεις. Υπάρχουν νεκροί και κάποιος Γιώργος… Όλα ταιριάζουν στον Γιώργο που άκουσε… Στον Γιώργο της Μαρίας… Ίσως είναι αυτός, ίσως κάποιος άλλος, τι σημασία έχει… Κάποιοι νέοι χάθηκαν , κάποιες μάνες κι αγάπες τούς κλαίνε.

Μεσημέριασε. Δεν έχει όρεξη. Έχει να βάλει μπουκιά στο στόμα του ένα εικοσιτετράωρο. Σκέφτεται ξανά τη Μαρία, την κάθε Μαρία. Τις θέσεις στα αμφιθέατρα που έμειναν ορφανές, τα παιδιά που δεν μπόρεσαν να κόψουν τον καρπό από το δέντρο που πότισαν… Κι εγώ, γίνομαι δεύτερη στροφή και μελωδία, κι έπειτα τρίτη.

Τα δάχτυλα χορεύουν στο πιάνο και με ντύνουν. Νότες που γίνονται ανάδοχοι άξιοι. Ποια χείλη θα με τραγουδήσουν; σκέφτομαι. Ποια παιδιά θα ντύσουν μ΄ εμένα τη σχολική τους γιορτή; Νιώθω περήφανο. Τραγουδώ έναν αγώνα που βάφτηκε με αίμα, που είναι παρακαταθήκη και σύμβολο για τους νεότερους. Τιμή μου να περάσω στην αθανασία. Τιμή μου να θυμίζω πως κάθε τι κερδίζεται με θυσίες.

Κάθε 17 του Νοέμβρη έχω γενέθλια. Δεν σβήνω κεράκια εγώ… Ανάβω… .Ανάβω κεριά στη μνήμη εκείνων, των λίγων, των πολλών. Ανάβω κεριά στην ελπίδα και την αλληλεγγύη, στη Δημοκρατία. Ευθύνη δική σας να μείνουν αναμμένα…