της Πωλλέτας Ψυχογιοπούλου

Στο πλαίσιο του εργαστηρίου Βιωματικής Γραφής της Ειρήνης Δερμιτζάκη, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να ξεκινήσουν αλληλογραφία με ένα μέλος του σώματός τους. Οι συμμετέχοντες έστειλαν την πρώτη τους επιστολή και οι μύτες, τα μάτια, τα πόδια, τα πνευμόνια και οι καρδιές έπιασαν και εκείνα μολύβι και χαρτί και απάντησαν.

Αγαπητά μου χέρια,

χέρια αφής δερμάτων ζωντανών και νεκρών, αν σας έχουν απομείνει ακόμα κάποια χάδια διαβάστε αυτήν την επιστολή. Από το σώμα μου ολόκληρο πιότερο σας αγαπώ. Έχω ανάγκη των χαδιών σας την άφατη ομορφιά. Επαίτης γίνομαι για το άγγιγμά σας και το κράτημα της έμπνευσής μου. Το ξέρω, σας έχουν κουράσει οι επιλογές μου και οι ατέλειωτες ώρες χορού στα πλήκτρα του υπολογιστή. Νιώθω ότι με εγκαταλείπετε. Η τενοντίτιδα έχει απλώσει τα πλοκάμια της. Οι πόνοι είναι αφόρητοι. Κόπος είναι για σας ακόμη και μια χαλαρή χειραψία. Φοβάμαι ότι θα χάσω πολλές στιγμές αφής και γραφής. Το μυαλό μου δεν κρατά λέξεις, σκέψεις και χωρίς εσάς, όλα αιωρούνται στο κενό.

Το ψυχικό σας τραύμα ξεκίνησε, όταν από αριστερόχειρας έγινα- μετά από πολλές τιμωρίες- δεξιόχειρας μόνο στη γραφή. Μαζί βιώσαμε το δράμα. Έχω ακόμη τη γεύση από το πιπέρι στο στόμα και εσύ αριστερή αγαπημένη μου παλάμη, το κάψιμο στα δάχτυλα. Μεγάλο δράμα η καλλιγραφία για μένα και για σας. Οι παρατηρήσεις της δασκάλας και τα βλέμματα όλων πάνω μας σαν καρφάκια στο δέρμα, στην ψυχή. Για να σβήσουμε την ντροπή οδηγηθήκαμε στην ψηφιακή γραφή.

Η απραξία μας σκοτώνει. Είναι βέβαιο ότι θα σβήσουμε τη ζωή μας ανάμεσα στις βελόνες, στη ζάχαρη, το αλεύρι, τους κάκτους, τα μολύβια και τα χαρτιά. Θυμάστε πόσο υπέροχα τα πηγαίναμε με τη μαγειρική, το κέντημα, το πλέξιμο και τη γραφή; Όλοι θαύμαζαν τα έργα μας. Πρέπει να δράσουμε. Η μόνη λύση είναι ορθοπεδικός και κορτιζόνη και έτσι ίσως αποφύγουμε το μαχαίρι.

Δεξί χέρι μου ομολογώ, είναι στιγμές που σε μισώ, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτε καλά αν και θεωρείσαι το χέρι της δύναμης. Ούτε καν το κράτημα βιβλίου. Με τις τιμωρίες ίσως τελικά να αδρανήσατε και τα δυο. Ξέρετε πόσο υπόφερα που έπρεπε να σκέφτομαι με ποιο χέρι να πιάσω το μολύβι; Με ποιο χέρι να κάνω τον σταυρό μου; Πόσο πάλεψα για να μην ακούω της φωνή της μάνας: Πάλι με το χέρι του αντίχριστου γράφεις;

Σας αγάπησα με πάθος από τα παιδικά μου χρόνια κι αυτό το πάθος μας οδήγησε στην καταστροφή. Η προσήλωσή μου στους μακρόχρονους στοχασμούς πάνω στη μοίρα μου σας ταλαιπώρησε. Είμαι πεπεισμένη ότι είτε εσείς είτε εγώ θα εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον και σίγουρα μετά τον θάνατό μου κι εσείς θα παραδοθείτε στης αποσύνθεσης την προδιαγεγραμμένη μοίρα. Δεν γίνεται να σας κάνω δωρεά. Θα με ακολουθήσετε διπλωμένα στο στήθος μου στην αιώνια ανάπαυση.

Ζητώ συγνώμη για όλα αυτά και για τις πράξεις που σας επέβαλα. Αντιδρούσατε με πόνο και εγώ ασυγκίνητη. Ήθελα να ευχαριστήσω τους άλλους. Τώρα πια με τιμωρείτε και αντιστέκεστε και τα δύο. Σας ζητώ να με στηρίξετε, γιατί αλλιώς θ’ αναγκαστώ ν’ απαρνηθώ την ποίηση.

Αντίο. Είμαι ερείπιο. Για να ξανάρθω στο θέμα της υγείας μας, οι βελόνες διαπερνούν όλο μου το κορμί, τα αντιφλεγμονώδη μου φέρνουν νύστα και κόπωση. Νιώθω έναν τρόμο μέσα μου στην προοπτική να μην μπορώ να πιάσω μολύβι και χαρτί.

Αχ! προσπαθήστε να με καταλάβετε. Σας στέλνω το χάδι της σκέψης μου μ’ένα λευκό χαρτί…

Και, ξέρετε, πόσο σας αγαπώ, εργαλεία των εργαλείων.

Χαμόγελα φιλιά Πωλλέτα

Σε παρακαλούμε δώσε μας πίσω τις λέξεις και τις σκέψεις σου!

Με αγάπη τα δύο ζυμαράκια σου

Αγαπητή Πωλλέτα

Μας δίνεις τις λέξεις και τις σκέψεις σου και εμείς επιστρέφουμε το χάδι και το άγγιγμά μας που τόσο αποζητάς. Τα χέρια είναι μνήμη και το χάδι σύννεφο απαλό που διαπερνά το κορμί πέρα έως πέρα. Η ψυχή σου το νιώθουμε πόνεσε πολύ αλλά για μας όλα σου τα αγγίγματα σε πρόσωπα, λουλούδια και χαρτιά ήταν πάντα μαγικά και ονειρικά. Χωρίς αυτά δεν θα είχαμε τόσο έντονη και δημιουργική ζωή.

Πόσο όμορφα κράταγες τη βελόνα και τις πολύχρωμες κλωστές. Βοσκόπουλα, κυρίες με κρινολίνα, πουλιά εξωτικά με όλες τις βελονιές πόσα πρωινά δεν κεντήσαμε; Όλη η γειτονιά θεωρούσε τα χέρια σου μαγικά. Και ι σε καλούσαν να αναδέψεις τις γλάστρες και να φυτέψεις λουλούδια και φυτά. Οι πίτες σου άφηναν τη γλύκα τους και σε μας τα ίδια και όταν έφτιαχνες γλυκά και έγλυφες τα δαχτυλάκια σου νιώθαμε χαρά και ηδονή. Η μαμά σου σε αγαπούσε και κάθε πρωί σε ξύπναγε και σου έλεγε. Σήκω κοριτσάκι μου, σήκω χρυσοχέρα μου να μαγειρέψεις. Μην θυμάσαι μόνο τα αρνητικά.

Όλα Τίτσα μου όπως σε φώναζε συχνά η μαμά θα διορθωθούν. Πήρες τη σωστή απόφαση. Θα πάμε στο γιατρό και θα συνεχίσουμε τη γραφή που τόσο αγαπάμε. Σου δίνουμε τις παλάμες μας, ανοίγουμε και τα μπράτσα μας και αγκαλιάζουμε σφιχτά το κορμί σου για να κρατήσεις την αγάπη σου για τη γραφή.

Σε παρακαλούμε δώσε μας πίσω τις λέξεις και τις σκέψεις σου!

Με αγάπη τα δύο ζυμαράκια σου