του Δαμιανού Αγραβαρά

Στο πλαίσιο του εργαστηρίου Βιωματικής Γραφής της Ειρήνης Δερμιτζάκη, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να εμπνευστούν από έναν πίνακα και να γράψουν ένα μικρό διήγημα. Ο Δαμιανός εμπνεύστηκε από την ελαιοτυπία “Ο κουρέας” του Νικολάου Γύζη.

Καουμπόηδες και Ινδιάνοι

Μην τις λυπάσαι, κόψε, κόψε, να τις λιώσεις, να τις τσακίσεις, να τις κάνεις μικρά, μικρά κομματάκια, να μάθουν. Ορκίσου μου όμως ότι θα φύγουν όλες, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ καλέ παππού και εγώ θα σε αγαπάω από εδώ μέχρι τον ουρανό και μήτε θα ξαναπάω στα χώματα, μήτε στα χωράφια να κυλιέμαι με το Γιαννάκη και να παίζουμε τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους και θα πω και συγγνώμη στη γιαγιά γιατί είχε δίκιο αλλά τι να κάνω καλέ παππού αφού είχε ωραία μέρα την Κυριακή, ξέρεις πως έλαμπε ο ήλιος, μύριζε κι η Πασχαλιά και μου λέει ο Γιαννάκης «Εμείς ινδιάνοι κι οι άλλοι δύο καουμπόηδες» και ρίξαμε ένα γέλιο, τους πετάγαμε τη λάσπη για βέλη, όλους θα τους σκοτώναμε τους χαζοκαουμπόηδες γιατί είναι φοβητσιάρηδες και για να τους τρομάξω έβαλα δύο γραμμές σβουνιά στα μάγουλά μου κι ας βρώμαγε προβατίλα, έκανα τη φωνή μου σαν της γαλοπούλας, «Γλου, γλου, γλου» φώναζα, την κράταγα τη γαργάρα στο λαρύγγι «Γλου, γλου, γλου» κι αντηχούσα μέχρι κάτω την πεδιάδα αλλά είχε δίκιο η γιαγιά και θα της το πω να το ξέρει κι ούτε θα ξαναπαίξω τέτοια παιχνίδια γιατί τι κατάλαβα, τώρα θα με κάνεις γλόμπο και πάλι θα βρουν κάτι να μου λένε στην αυλή. Ξέρεις καλέ παππού πόσα δάχτυλα με σημαδεύανε; «Ψωριάρη, ψωριάρη» αλλά δεν μίλησα καθόλου, μόνο ξεροκατάπια και έσφιξα τα χέρια μου, να έτσι, αλλά άμα μπορούσα σου ορκίζομαι παππού πως θα τους έσπαγα στο ξύλο κι ας ξέρω ότι είναι λάθος αλλά δεν τους μπορώ ειδικά εκείνο τον Τελάκη το μπασμένο.

Όλη την ώρα σηκώνει το χέρι, «Τι όμορφη είστε σήμερα καλέ κυρία Ειρήνη, τι ωραία τα λέτε κυρία Ειρήνη» και μαζεύει τους άλλους στις βρύσες, βγάζει από την τσέπη του κάτι πολύχρωμους σβώλους, τους βρέχει και τους αφήνει να τους χαϊδεύει ο ήλιος και να στραφταλίζουν και λέει «Είμαι πλούσιος, είμαι πλούσιος, δείτε έχω διαμάντια και χρυσάφια» κι εγώ μια μέρα δεν άντεξα και του είπα ότι λέει ψέματα κι ότι όποιος λέει ψέματα πέφτει μες στα αίματα κι εκείνος με είπε «σκατό-ορφανό, σκατό-ορφανό» και του ρίξα μια σπρωξιά και έπεσε κάτω και σκονίστηκαν τα ρούχα του και άρχισα να τον κλωτσάω στην κοιλιά και να του κοπανάω τα μούτρα και ήρθε η κυρία Ειρήνη και μας χώρισε και μας πήγε στο Διευθυντή. «Ντροπή σου, ντροπή σου, θα ενημερώσω τους κηδεμόνες σου» έτσι μου έλεγε ο χοντρέλας κι εγώ του είπα ότι ο Τελάκης με είπε «σκατό-ορφανό, σκατό-ορφανό» και μετά φώναζε αυτός ο σαπιοκοιλιάς ο Διευθυντής και έλεγε να μην μιλάω έτσι και τελικά δεν μου έκαναν τίποτα ούτε εσάς σας είπαν τίποτα γιατί θα έπρεπε να μαλώσουν και τον Τελάκη αλλά εγώ ξέρω τι σπιούνος είναι και δεν τον μαλώνουνε ποτέ, ποτέ. Αλλά τώρα με τις ψείρες δεν μπορούσα να του κάνω τίποτα καλέ παππού γιατί δεν είχε άδικο κι άμα τον χτυπούσα σίγουρα θα σας τα λέγανε όλα, ακόμα και για τότε που τον κοπάναγα κι εγώ δεν θέλω να σας στεναχωρώ παππού γιατί σας αγαπώ πολύ, πολύ και για αυτό σε παρακαλώ κόψτα μου όλα, κοντά, κοντά να ψοφήσουν όλες οι βρωμιάρες και να σταυρουδάκι φιλάω και θα το πω και στη γιαγιά ούτε καουμπόηδες, ούτε ινδιάνους έχει ξανά στα χωράφια ούτε τίποτα γιατί την άλλη φορά μπορεί να μαζέψω και τίποτα κοριούς και θα αρχίσουν πάλι να με δείχνουν με τα πυρωμένα τους τα δάχτυλα και να με λένε «βρωμιάρη» και «βρωμιάρη» και τότε δεν θα αντέξω και θα γίνω κανονικός ινδιάνος και θα τους βγάλω τα συκώτια να τα φάνε.