Ο Τάσος Τσιλίκουνας* είδε την παράσταση “Αντιγόνη” που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο “Θέατρο Τέχνης” σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα και μας γράφει τη γνώμη του. 

Κυριακή απόγευμα

στο τέλος του Οκτώβρη, εκεί γύρω στις 7 μ.μ., ανηφορίζοντας την οδό Σοφοκλέους με προορισμό το υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το φθινοπωρινό σκηνικό του όχι ιδιαιτέρως πολυσύχναστου κέντρου δικαιώνει την επιλογή του θεάτρου για μία τέτοια μέρα και ενόψει μιας ακόμα Δευτέρας που είναι προ των πυλών. Παρατηρώντας τις σκοτεινές βιτρίνες και τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων, μία φωνή μέσα μου αντιδρά διακριτικά: άλλη μία Αντιγόνη, όχι του Σοφοκλή, ωστόσο πάλι Αντιγόνη, πόσο καινούργια μπορεί να είναι και τι φρέσκο θα έχει να μου πει; Οι σκέψεις μου διακόπτονται αντικρίζοντας το πλήθος έξω από το θέατρο επί της οδού Πεσμαζόγλου και μία άλλη φωνή τώρα αντικρούει θέτοντας το (τις περισσότερες φορές) εύλογο επιχείρημα: η επανάληψη μιας παράστασης για δεύτερη χρονιά αξίζει μία ευκαιρία με καθαρή ματιά και χωρίς προκαταλήψεις, συγκεντρώσου.

Μετά το πρώτο της ανέβασμα τη σεζόν 2021-22,

η Μαρία Πρωτόπαππα προσεγγίζει εκ νέου τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά, και παρουσιάζει για 2η χρονιά την Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Η επανάληψη της παράστασης συμπίπτει με τον εορτασμό των 80 χρόνων από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης (1942) και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία, αφού η Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη θεατρική σεζόν 1946-47στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με την Έλλη Λαμπέτη στον ομώνυμο ρόλο.

Ο μύθος της Αντιγόνης

λίγο-πολύ γνωστός, οικείος και διαχρονικός: Ο Κρέοντας με νόμο απαγορεύει την ταφή του αδελφού της Αντιγόνης Πολυνείκη γιατί κινήθηκε με στρατό ενάντια στην πόλη των προγόνων του και τον αδελφό του Ετεοκλή. Η Αντιγόνη θα εναντιωθεί σε αυτήν τη διαταγή. H Αντιγόνη αντιμιλά στον Κρέοντα και η δύναμη της εκφοράς των λέξεων, η εν δυνάμει ικανότητά τους να διαμορφώνουν ή και να εκλαμβάνονται ως πραγματικότητες είναι η βασική διεκδίκηση της ανάγνωσης του Ζαν Ανούιγ πάνω στην Αντιγόνη.

Το κείμενο του συγγραφέα

σε συνδυασμό με την οπτική της σκηνοθέτιδος που τοποθετεί την παράσταση σε μία συνθήκη πρόβας (κάνοντας συχνά η ίδια τον υποβολέα των ηθοποιών της, «τρέχοντας» ή κόβοντας σκηνές, δίνοντας ξεκάθαρες σκηνοθετικές οδηγίες κλπ.) προσδίδουν έναν σαφώς σαρκαστικό και ειρωνικό χαρακτήρα στην παράσταση, γεγονός που από μόνο του μαγνητίζει το ενδιαφέρον του θεατή που παρακολουθεί κάτι διαφορετικό από αυτό που (πιθανόν) ανέμενε.

Τα σκηνικά της παράστασης

(Εύα Νάθενα) καθώς και οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα) ενισχύουν τη σκηνοθεσία και αγκαλιάζουν με ιδιαίτερη αισθητική τις ερμηνείες των ηθοποιών, ουσιαστικά συμβάλλοντας στην απόδοση των χαρακτήρων τους με έναν ολοκληρωμένο τρόπο. Η σκηνή για παράδειγμα που ο Κρέοντας, μη μπορώντας να διαχειριστεί τη νεανική τόλμη της Αντιγόνης και τη σθεναρή αμφισβήτηση της εξουσίας και της θέσης του, ζητά ένα διάλειμμα και επιστρέφει με ταλαιπωρημένη πλέον εμφάνιση πίνοντας μπίρες, υπογραμμίζει με έξυπνο τρόπο τη διαφθορά της εξουσίας αλλά και το πώς οι «άρχοντες» ανά τους αιώνες αντιμετωπίζουν αυτούς που αμφισβητούν την εξουσία τους. Στα highlights η ενδιαφέρουσα συνθήκη με τα επτά πτώματα σε σακούλες που έχουν τοποθετηθεί στη σκηνή, τα οποία ο θεατής αντικρύζει με την είσοδό του στο χώρο αλλά και γύρω από τα οποία διαδραματίζεται όλη η δράση της παράστασης, συμβολίζοντας τον πόλεμο που μόλις έχει τελειώσει ή ακόμα και τα θύματα της αιώνιας πάλης μεταξύ εξουσίας και όσων αντιστέκονται σε αυτήν.

Οι ερμηνείες

όλων των ηθοποιών είναι παραπάνω από ενδιαφέρουσες, έχουν τεθεί σε ένα αυστηρό πλαίσιο με περιορισμένη κίνηση, με συγκεκριμένα βλέμματα και εκφράσεις (στις περισσότερες σκηνές του έργου οι ηθοποιοί κοιτούν προς το κοινό, ακόμη και όταν καλούνται να αλληλοεπιδράσουν) γεγονός που εντείνει την ένταση των λιγοστών σκηνών όπου η δράση μετατοπίζεται σε συγκεκριμένα σημεία της σκηνής ή κορυφώνεται.

Πέραν της αναμενόμενα εξαιρετικής Μαρίας Πρωτόπαππα στο διπλό ρόλο τόσο της σκηνοθέτιδος της παράστασης όσο και της Αντιγόνης σε μεγαλύτερη ηλικία, ξεχωρίζουν σίγουρα η Ηλέκτρα Μπαρούτα στο ρόλο της νεαρής Αντιγόνης αλλά και η στιβαρή ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη στο ρόλο του άρχοντα Κρέοντα. Ο Χρήστος Στέργιογλου αναλαμβάνει συχνά το ρόλο του αφηγητή και με άμεσο και ειλικρινή τρόπο καταφέρνει να συνδέσει την πλατεία με τη σκηνή, ενώ ο Δημήτρης Μαργαρίτης σε έναν ερμαφρόδιτο χαρακτήρα ισορροπεί μεταξύ των ρόλων της παραμάνας και του στρατιώτη του βασιλιά το ίδιο πειστικά. Τέλος, ο Δημήτρης Μαμιός ως υιός του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης συμβολίζει την καταπίεση της νεότερης γενιάς έναντι της αέναης εξουσίας της γηραιότερης, ώστε τελικά έρχεται να δικαιολογήσει όλες τις «Αντιγόνες» ανά τους αιώνες.

Είναι αξιοσημείωτο

ότι παρά το στήσιμο της παράστασης με το συγκεκριμένο τρόπο που ήδη αναφέρθηκε, όπου ως επί το πλείστο καθένας από τους ηθοποιούς ερμηνεύει μόνος του, χωρίς ιδιαίτερη διάδραση με τους συνομιλητές του και υπό ένα αυστηρό κινησιολογικό πλαίσιο, το δέσιμο, ο ρυθμός και η επικοινωνία του θιάσου είναι εμφανείς και τελικά επιτρέπει στο λόγο να φτάσει στο κοινό ακόμη πιο δυνατός και σημαντικός. Αυτός άλλωστε φαίνεται να είναι και ο στόχος της Μαρίας Πρωτόπαππα, να δώσει δηλαδή έμφαση στο λόγο και να φτάσει αυτός ηχηρός, απογυμνωμένος και παράλληλα ουσιαστικά συμβολικός στον θεατή.

Ιδιαίτερη μνεία

θα πρέπει να γίνει στη μουσική της παράστασης (Λόλεκ) που, παρότι δεν κυριαρχεί κατά τη διάρκειά της, είναι ιδιαίτερη και «ντύνει» με χαρακτηριστικό και ταιριαστό τρόπο τις σκηνές στις οποίες χρησιμοποιείται.

Όπως αναφέρει και η σκηνοθέτης στο σημείωμα της παράστασης:

«Αν ήταν εύκολο να αποφασίσουμε ποια πλευρά έχει με το μέρος της το δίκαιο ή το άδικο δεν θα μιλούσαμε για τραγωδία. Η αξία της δεν έγκειται στη σύγκρουση του καλού με το κακό, της αθωότητας με την ενοχή, αλλά σε μια αντιπαράθεση ηθικών αρχών και πολιτικών θέσεων στην οποία είναι δύσκολο ο μέσος άνθρωπος να πάρει σαφή θέση. Στο ερώτημα: Αξίζει τον κόπο η θυσία της; Τα έργα του Σοφοκλή και του Ανούιγ δεν δίνουν οριστική και αδιαπραγμάτευτη απάντηση».
ΜΑΡΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ
ΜΑΡΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ
Σκηνοθέτης
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Σκηνοθεσία Δραματουργική Επεξεργασία: Μαρία Πρωτόπαππα

Σκηνικός χώροςΚοστούμια: Εύα Νάθενα

Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη

Μουσική: Λόλεκ

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος

Βοηθός Ενδυματολόγου: Έλσα Γκόγκογλου

Φωτογραφίες προώθησης: Ρούλα Ρέβη

Φωτογραφίες παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου

Μακιγιάζ προωθητικής φωτογράφισης: Σίσσυ Πετροπούλου

Κοσμήματα φωτογράφισης: Noilence

Video-trailer παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος

Γραφιστικά- Σχεδιασμός Αφίσας: Γιάννης Σταματόπουλος

Επικοινωνία παράστασης: Ανζελίκα Καψαμπέλη

Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη

Εκτέλεση Παραγωγής: Kart Productions-Μαρία Ξανθοπουλίδου

ΠΑΙΖΟΥΝ: Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Τσορτέκης, Δημήτρης Μαμιός, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ηλέκτρα Μπαρούτα και η Μαρία Πρωτόπαππα

*Ο Τάσος Τσιλίκουνας

γεννήθηκε και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη. Είναι δικηγόρος και ένας απο τους λόγους που μετακόμισε στην Αθήνα το 2009 είναι τα θέατρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά και ακολουθεί συγκεκριμένους εκφραστές του θεάτρου φανατικά. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την υποκριτική μέσα από το θεατρικό εργαστήρι της καταπactή, εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ πλατείας και σκηνής.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ