Η Αιμιλία Καραντζούλη ερευνά την επίδραση της τεχνολογίας στις παραστατικές τέχνες

Τον Ιανουάριο του 1895 στο Grand Café του Παρισιού οι τρομοκρατημένοι θεατές μετακινήθηκαν απότομα από τις θέσεις του προκειμένου να περάσει το τρένο που “ερχόταν” με φόρα κατά πάνω τους. Είναι η μέρα που προβάλλεται η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου από τους αδελφούς Lumiere. Η ταινία διαρκούσε μόνο 50 δευτερόλεπτα, η εικόνα του κινούμενου τρένου ήταν ασπρόμαυρη και ο ήχος απουσίαζε. Παρ’ όλα αυτά η γρήγορη κίνηση της ατμομηχανής κατά τη διάρκεια της προβολής και ο τρόπος που ήταν τοποθετημένος ο φακός, έκανε τους θεατές να πεταχτούν έντρομοι από τις θέσεις τους σε μία προσπάθεια “να σωθούν”. Έκτοτε πολλά άλλαξαν, η τεχνολογία εξελίχθηκε ραγδαία, επηρεάζοντας όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Η κινηματογραφική εμπειρία έγινε ρεαλιστικότερη, ενώ όπως ήταν φυσικό δεν έμεινε ανεπηρέαστος και ο χώρος του θεάτρου.

Φυσικά, η τεχνολογία φαίνεται διαχρονικά να αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της θεατρικής παράστασης, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και από τους ποικίλους όρους που έχουν κατά καιρούς αξιοποιηθεί για την περιγραφή της “σκηνής”, όπως «μηχανισμός», «σύστημα» και «κατασκευή», μέσα από τους οποίους αναδεικνύεται η σχέση παράστασης και τεχνολογίας. Θα μπορούσαμε ακόμα να ανατρέξουμε στην αθηναϊκή σκηνή του 5ου αιώνα π.χ., όπου η τεχνολογία και το ανθρώπινο πεπρωμένο αποκτούν στενούς δεσμούς, με τον Θεό να εμφανίζεται «από μηχανής» δίνοντας τη λύση, ενώ τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες θεατρικές παραστάσεις αξιοποιούν τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, προσπαθώντας να κάνουν όσο πιο ρεαλιστική γίνεται τη θεατρική εμπειρία.

Αυτό που φαίνεται να έχει όμως ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είναι η σχέση που αναδύεται ανάμεσα στη θεατρική και ψηφιακή πραγματικότητα, με κοινό άξονά τους την έννοια της ψευδαίσθησης. Ο Diderot μιλώντας για την έννοια της θεατρικής ψευδαίσθησης κάνει λόγο για την «κατά το δυνατόν ακριβέστερη μίμηση μιας πράξης που ο θεατής, αδιάκοπα ψευδόμενος, έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί». Με λίγα λόγια, κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης υπάρχει ένα είδος “σιωπηρής συμφωνίας” μεταξύ ηθοποιών και θεατών, κατά την οποία αμφότεροι συναινούν πως θα παραστήσουν και θα εκλάβουν ως αληθινό, κάτι που εξαρχής γνωρίζουν πως δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Για όσο χρόνο όμως διαρκεί η θεατρική παράσταση, παράλληλα διαρκεί και αυτή η “θεατρική σύμβαση”, η σιωπηρή δηλαδή αποδοχή της “θεατρικής ψευδαίσθησης”.

Κάτι παρόμοιο θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβαίνει και στα ψηφιακά περιβάλλοντα της Εικονικής Πραγματικότητας, όπου ο θεατής παρ’ όλο που γνωρίζει πώς ό,τι διαδραματίζεται μπροστά του δεν είναι αληθινό, αντιδρά αντανακλαστικά σαν αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ωστόσο, αν και η τεχνολογία μπορεί να διαδραματίσει έναν σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικού βιώματος, δεν είναι σε θέση σε καμία περίπτωση να συγκριθεί ή πολύ περισσότερο να αντικαταστήσει αυτή τη μοναδικότητα της θεατρικής εμπειρίας και αυτό γιατί το θέατρο εκτός των άλλων είναι μια ζωντανή διαδικασία που διαμορφώνεται μέσα από τη ζωντανή σχέση ηθοποιών και θεατών. Γι’ αυτό και καμία παράσταση δεν μπορεί να είναι ίδια, όσες φορές κι αν παιχτεί. Από την άλλη, η τεχνολογία δεν φαίνεται να επηρεάζει μόνο την παραγωγή των θεατρικών παραστάσεων. Καθώς οι δυνατότητες των τεχνολογικών επιτευγμάτων κατακλύζουν τη ζωή μας, μεταβάλλουν παράλληλα τον τρόπο πρόσληψης ερεθισμάτων. Ως αποτέλεσμα, διαμορφώνεται ένα κοινό που όλο και περισσότερο αναζητά στις θεατρικές παραστάσεις την “ψηφιακή εμπειρία”, καθώς αυτή αποτελεί μέρος της πραγματικότητας του και η πραγματικότητα του είναι αυτή που θα διαμορφώσει ως ένα βαθμό το θεατρικό συμβάν. 

Είτε θεατρική είτε ψηφιακή η έννοια της ψευδαίσθησης αποτελεί ουσιαστικά μια πτυχή του ευρύτερου προβληματισμού αναφορικά με τη σχέση της υπόκειμενικής συνείδησης με την αντικειμενικότητα του κόσμου, θέμα που φαίνεται να έχει απασχολήσει κατά καιρούς διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς όπως η Νευροφυσιολογία, η Οντολογία, η Γνωσιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία. Σε μια πιο φιλοσοφική προσέγγιση, θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε ακόμα και την αντικειμενικότητα του κόσμου που μας περιβάλλει. Άλλωστε, όπως ο Albert Einstein είχε σημειώσει «η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι μόνο μια σταθερή και επίμονη ψευδαίσθηση».

*Η Αιμιλία Καραντζούλη είναι θεατρολόγος και ερασιτέχνης ηθοποιός.