Tennessee Williams: Μέσα από τον δικό του σκοτεινό γυάλινο κόσμο
Αν ζούσε για μια στιγμή στο τώρα,
είναι σίγουρα ένα απόγευμα στο ηλιόλουστο διαμέρισμά του στο Μανχάταν.
Πριν λίγο σταμάτησε το γράψιμο και τώρα χαλαρώνει καθισμένος σε μια μεγάλη πολυθρόνα ενώ το δωμάτιο έχει γεμίσει από σκέψεις, λέξεις και εκείνη την ομίχλη από καπνό που αφήνει το μισοτελειωμένο τσιγάρο στα δάχτυλά του.
Την ίδια ώρα κάπου όχι και τόσο μακριά από εδώ που βρισκόμαστε, ένα σαξόφωνο αφήνει θλιμμένες νότες σε ρυθμούς Τζαζ.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι,
τι να σκέφτονται πλάσματα σαν τον Τενεσί; Τι είναι αυτό που γεννά κείμενα τόσο αληθινά πλασμένα; Που ακόμα και τώρα, δεκαετίες μετά από το πρώτο του έργο, κάνει τους χαρακτήρες του να είναι τόσο σύγχρονοι μαγνητίζοντας το ενδιαφέρον κάθε ανθρώπου παγκοσμίως. Και πώς είναι να είσαι αυτό το πλάσμα, του οποίου το χαρισματικό μυαλό σε συνδυασμό με την πένα, δημιουργεί ήρωες όπως η Μπλάνς, η Λώρα και ο Κοβάλσκι; Είναι τα παιδικά βιώματα; Είναι η τεράστια φαντασία που μπορεί να σου γεννήσει ο Νότος εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια του προηγούμενου αιώνα όπου έζησε ο Τόμας, πριν γίνει ο αθάνατος Τενεσί;
Πολλά τα ερωτήματα, γι’ αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Πρώτη πράξη: Τόμας Λανιέ Ουίλλιαμς – ο άνθρωπος πριν γίνει μύθος…
Αποφάσισε να έρθει στον κόσμο μας την Άνοιξη του 1911, στο Κολόμπους του Μισισιπή.
Μητέρα του ήταν η Εντίνα, γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου, η οποία επιθυμούσε διακαώς να ζει στο παρελθόν, προσκολλημένη στη νεανική ζωή της, όταν ακόμα ήταν κόρη του κληρικού Ντάκιν, όταν ακόμα ανήκε απόλυτα στους γονείς και τις επιθυμίες τους. Ίσως ήταν ο μόνος τρόπος για να διαφύγει από μια πραγματικότητα που μπορεί να μην είχε να της χαρίσει τίποτα άλλο πέρα από πικρία.
Πατέρας του ήταν ο Κορνήλιος Ουίλιαμς, πλανόδιος πωλητής παπουτσιών, μια δουλειά που τον έκανε να λείπει συχνά από το σπίτι, αφήνοντας έτσι μόνη την γυναίκα του να μεγαλώνει τα παιδιά τους. Ο Κορνήλιος, θα μπορούσαμε να πούμε πως χάρισε πολύ υλικό στα κείμενα του Τενεσί… Πατέρας αυταρχικός, αλκοολικός και με εθισμό στον τζόγο. Σίγουρα δεν ήταν και το καλύτερο πρότυπο για ένα πλάσμα ευαίσθητο και ντροπαλό όπως ο Τόμας. Όπως αναφέρει και η ίδια η μητέρα του στην αυτοβιογραφία της, “Θυμίστε με στον Τομ”, ο άνδρας της είχε πολλές προστριβές με τον μικρό γιό τους, καθώς δεν έμοιαζε καθόλου με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, προτιμώντας πάντα να γράφει, να διαβάζει και να πηγαίνει στον κινηματογράφο.
“Αγόρι είσαι συ; ”, του φώναζε, “εσύ έπρεπε να φοράς φουστάνια”.
Τον “θίασο” της οικογένειας συμπλήρωναν ο μικρός αδερφός Ντάκιν, που γεννήθηκε το 1918 όταν μετακόμισαν στο Σαίντ Λούις, και η μεγάλη αδερφή τους Ρόουζ.
Στο πρόσωπο της ο Τόμας έβλεπε την φίλη που δεν είχε ποτέ, κυρίως στα πρώτα του χρόνια όταν νόσησε από διφθερίτιδα, ασθένεια που παρέλυσε το κάτω μέρος του σώματος του. Η Ρόουζ ήταν ο άνθρωπος που του έκανε παρέα – θα ήταν ίσως η πρώτη που άκουσε τις ιστορίες του.
Σίγουρα ήταν πολλά και άλλα τόσα που δεν θα μάθουμε, που δεν θα μας άφηνε ούτε ο ίδιος να διαβάσουμε. Μελετώντας τη ζωή του, συνειδητοποίησα πως η σχέση του και η αλληλεπίδρασή του με τη Ρόουζ του προκαλούσε πόνο και μελαγχολία, γεμίζοντας τον παράλληλα με ενοχές για ό,τι της συνέβη. Και αυτό, επειδή η αδερφή του, μεγαλώνοντας, άρχισε να έχει έντονες αλλαγές στην συμπεριφορά της με αποκορύφωμα τα ξεσπάσματα εναντίον του πατέρα τους, κατηγορώντας τον πως την βίασε.
Οι γονείς τους την έκλεισαν σε άσυλο αδιαφορώντας για την κατάσταση της καθώς η μητέρα της Εντίνα ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να πιστέψει πως η κόρη της έχει ψυχολογικά θέματα. Από την άλλη, ο πατέρας της Κορνήλιος αποποιήθηκε κάθε ευθύνη ενώ από την στιγμή που η κόρη του τον κατηγόρησε για βιασμό, οι γονείς έκριναν σωστό να κάνουν στη Ρόουζ λοβοτομή με αποτέλεσμα η ίδια να μείνει παράλυτη για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ο Τομ δεν θα τους το συγχωρούσε ποτέ…
¨ Αν πεθάνω, θέλω να ξέρεις πως μου λείπεις 24 ώρες τη μέρα.
Θέλω λίγο καφέ, παγωτό σοκολάτα και μια καλή σου φωτογραφία.
Η αγαπημένη σου αδερφή, Ρόουζ. ¨
Έγραφε η αδερφή του στον ίδιο λίγες ώρες μετά την εγχείρηση.
Τένεσι Ουίλλιαμς – Ο μύθος
Ο Τόμας σπούδασε δημοσιογραφία και θεατρολογία. Όταν φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Μισούρι, κάποιοι φίλοι τον φώναζαν με το παρατσούκλι “Τενεσί” εξαιτίας της καταγωγής του, που προδιδόταν από την βαριά προφορά του. Πού να ήξεραν τότε πως δημιούργησαν ένα όνομα που κάποτε θα έφτανε να συγκριθεί με τον Σαίξπηρ; Πώς από εδώ και στο εξής τίποτα δεν θα ήταν ίδιο στο θέατρο και τον κινηματογράφο…;
Την ίδια περίοδο θα έχει και την πρώτη του ερωτική περιπέτεια με άνδρα. Όντας φύσει ντροπαλός, του πήρε πολύ καιρό μέχρι να αποδεχτεί πλήρως την σεξουαλικότητα του. Αλλά όπως αναφέρουν πηγές και βιογραφικά σημειώματα, ένιωσε άνετα και ερωτεύθηκε τον Φρανκ, έναν άνδρα που γνώρισε όταν τελείωνε το αριστουργηματικό Λεωφορείον ο Πόθος “A Streetcar Named Desire” το 1947.
Το 1944 είχε προηγηθεί η μεγάλη επιτυχία του Γυάλινου Κόσμου “The Glass Menagerie”. Ένα έργο βαθιά εμπνευσμένο από την καθημερινότητα του ως μέλος μίας παθογόνους οικογένειας. Με κύριες φιγούρες την μητέρα Αμάντα, μια γυναίκα που έμοιαζε πολύ στην αριστοκράτισσα μητέρα του Εντίνα και τον αφηγητή – γιο Τομ, στον οποίο έδωσε στοιχεία του εαυτού, χαρίζοντάς του ακόμα και το αληθινό του όνομα. Την εύθραυστη κόρη Λώρα, μια μορφή κουρασμένη, τρομοκρατημένη από τον κόσμο που δεν μπορούσε να καταλάβει, σαν την αδερφή του Ρόουζ και τέλος έναν πατέρα απόντα τόσο σκηνικά όσο και στην ζωή του ίδιου.
Οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη, κατατάσσοντάς τον ανάμεσα στους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς. Οι χαρακτήρες του δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τους παλιούς θεατρικούς ήρωες που φάνταζαν υπεράνθρωποι, γεμάτοι ιδανικά και μυθικά στοιχεία σαν ήρωες κάποιας Βιβλικής ιστορίας. Ήταν απλοί, μέλη μίας κοινωνίας που πολλές φορές φαινόταν σάπια. Και αυτό ήταν ένα από τα ταλέντα του. Να απλώνει πάνω στην σκηνή ήρωες που τους έλουζε η αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής. Το πάθος και η ψυχολογική κατάρρευση.
Στην πορεια της καριερας του βραβευτηκε με:
Βραβείο Πούλιτζερ καλύτερου δραματικού έργου (1948)
Tony award for best play (1951)
Βραβείο Πούλιτζερ καλύτερου δραματικού έργου (1955)
St. Louis Literary Award (1974)
Kennedy Center Honors (1979)
Florida Artists Hall of Fame
Προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας
Όπως έλεγε και ο ίδιος, πάντα είχε εμμονή με την δουλειά του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως μέσω της δουλειάς του γέμιζε όσα κενά του άφηνε η μοναξιά και η βαριά χρόνια κατάθλιψη. Μια κατάθλιψη που πέρα από τον έρωτα προσπάθησε απεγνωσμένα να καλύψει με ναρκωτικά και αλκοόλ.
Τένεσι Ουίλλιαμς – Η δύση του
Πέθανα από το ίδιο μου το χέρι ή με κατέστρεψε σιγά και σκληρά μια συνωμοτική ομάδα; Δεν καταλαβαίνω τη ζωή μου, την περασμένη και την τωρινή, ούτε καταλαβαίνω τι είναι η ζωή. Ο θάνατος μου είναι πιο κατανοητός.
Ένας άνθρωπος… Ένας απλός άνθρωπος σαν όλους και προπαντός σαν τους χαρακτήρες του, γεμάτος αδυναμίες, όνειρα, επιτυχίες και πολύ σκοτάδι μα πάνω απ’ όλα χορτασμένος από την ζωή που γεύτηκε και έζησε… Αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία που θα μπορούσαμε να πούμε πως απαρτίζουν τον μύθο-άνθρωπο Τενεσί Ουίλιαμς.
Φέροντας ανάμεικτα τα χαρακτηριστικά ενός καταραμένου ποιητή και ενός χολιγουντιανού σταρ, δεν γινόταν να έχει ένα απλό, λιτό τέλος. Νομίζω ούτε εμείς θα θέλαμε να δούμε τα βαθιά γεράματα να χαράζουν το πρόσωπο του. Έτσι, στις 25 Φεβρουαρίου του 1983, αποφάσισε να φύγει, ακριβώς με το ίδιο θράσος που ήρθε και πάτησε το πόδι του, αισθάνθηκε και δημιούργησε πάνω σε αυτή την γη. Με τον πιο δραματικό τρόπο…
Με έναν τρόπο που αρμόζει απόλυτα στον ίδιο και τους ήρωες του. Βρέθηκε νεκρός στο πάτωμα της σουίτας του στο ξενοδοχείο Elysée.
Το πόρισμα του ιατροδικαστή της Νέας Υόρκης έδειξε πως τέλος στην ζωή του έφερε ένα πλαστικό καπάκι από το μπουκάλι με τις σταγόνες ματιών που χρησιμοποιούσε, και το οποίο βρέθηκε σφηνωμένο στο λαιμό του. Άλλοι είπαν πως τέλος έδωσε η υπερβολική δόση χαπιών, θεωρία που βασίστηκε στα άδεια κουτιά που βρέθηκαν στο δωμάτιο, μαζί με ένα άδειο μπουκάλι κρασί.
Καμία απάντηση... Ακριβώς όπως αρμόζει σε έναν σταρ, σε μια ιδιοφυΐα, σε έναν μύθο…
Μόνο που κανείς δεν ανέφερε πως μαζί του πέθαναν και τόσοι άλλοι… Ήρωες-άνθρωποι που η πένα του δεν πρόλαβε να πλάσει.
Δεύτερη πράξη: ένος κόσμος κοφτερός σαν γυαλί…
Σε ένα μικρό σκοτεινό διαμέρισμα, στο Σαίντ Λούις την δεκαετία του 1930, ζει η οικογένεια Γουίνγκφιλντ την οποία αποτελεί η μητέρα Αμάντα, ο γιος Τόμας και η κόρη Λώρα. Σε κάποιον από τους τέσσερις τοίχους του σκηνικού υπάρχει μια φωτογραφία ενός άνδρα. Ο παγιδευμένος μέσα στην κορνίζα είναι ο πατέρας. Ένας άνθρωπος απών… Δεν εμφανίζεται στο έργο παρά μονάχα από αναφορές που κάνουν τα υπόλοιπα μέλη προς το πρόσωπο του, ζωντανεύοντάς τον για λίγο από το παρελθόν…
« Ερωτεύτηκε τις μεγάλες αποστάσεις…» Λέει ο γιός του αφήνοντας να απλωθεί στο κοινό ένα απόλυτο αίσθημα πικρίας… Και πώς να μην είναι πληγωμένος και θυμωμένος με την φυγή του πατέρα; Καθώς το αποτέλεσμα εκείνης της ξαφνικής αποχώρησης ήταν η αιτία που οδήγησε τον Τομ να δουλέψει σε μια δουλειά που δεν αγάπησε, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο μοναδικός άνδρας στην οικογένεια, και ο μόνος αληθινά ικανός να τα καταφέρει στον σκοτεινό έξω κόσμο. Αναγκάζοντας τον εαυτό του να πετάξει τα φύλλα από χαρτί όπου κατέγραφε τα ποιήματα του και να κλειστεί στην γκρίζα καθημερινότητα που του πρόσφερε ¨απλόχερα¨ το εργοστάσιο υποδημάτων στο οποίο έπρεπε να εργάζεται…
Βλέπουμε σταδιακά τον Τομ να συναντά την κατάθλιψη, το αλκοόλ, και μια ζωή κρυμμένη στην νύχτα…
Πέρα όμως από τον Τομ, κάποιο πενιχρό εισόδημα πρόσφερε και η Αμάντα, προσπαθώντας, εντούτοις, μάταια να πουλήσει δια μέσω τηλεφώνου, κουπόνια για ένα γυναικείο περιοδικό. Σε αντίθεση με τον γιο της, η Αμάντα, είχε βάλει σκοπό της ζωής της να μην αλλάξει τίποτα στον τρόπο που ζούσε. Προτιμούσε να παραμένει προσκολλημένη σε εικόνες και στιγμές του παρελθόντος.. Πριν ακόμα τους παρατήσει ο άνδρας της. Ίσως ήταν η δική της διαφυγή από μια ζωή που αδυνατούσε να κρατήσει σε ισορροπία..
Ναι…Αυτό ήθελε! Να ζει όπως τότε… Σιχαινόταν εκείνο το θαμπό όν που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέφτη της τα τελευταία χρόνια…Δεν είχε καμία λάμψη από το παρελθόν, γι’ αυτό και προτιμούσε να ζει με το φως που είχε ως παιδί, όπως έχει κάθε παιδί.. Και ας σκοτείνιαζαν όλα τριγύρω…
Ο Τενεσί παρουσιάζει την Αμάντα
ως έναν άνθρωπο, φανερά νευρικό-δείγμα μια αστάθειας, που προβάλλεται πρώτα μέσα από την έλλειψη ελέγχου μέσα στο σπίτι της και σε συνέχεια από την αδυναμία αυτοελέγχου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, έναν τέτοιο άνθρωπο που εποφθαλμία έναν καλό γάμο για την κόρη της, μόνο και μόνο για να έχει μέλλον αντάξιο του παρελθόντος της, θα το σιχαινόμασταν.
Ίσως όμως η τεχνική στον τρόπο γραφής, σε συνδυασμό με την αδυναμία που έτρεφε και ο ίδιος ο Τενεσί στην δική του ¨Αμάντα¨, μας φέρνει πιο κοντά της, και μας παροτρύνει να της δώσουμε μια ακόμα ευκαιρία, που ενδεχομένως και να μην αξίζει…
Η ρήξη μεταξύ του Τομ και της Αμάντα κορυφώνεται, όταν εκείνος της αποκαλύπτει πως δεν αντέχει άλλο, πως πνίγεται μέσα στο σπίτι και πως προτιμά να φύγει στα καράβια παρά να μείνει μαζί τους. Αυτή, αμέσως του δίνει την λύση… Μπορεί να φύγει, αν το θελήσει, μονάχα αν βρει έναν άνδρα για την αδερφή του Λώρα. Η πρόταση αυτή, προκαλεί το απόλυτο ρήγμα στη σχεση γιου-μητερας. Από την μια, ο Τομ. Που ενώ στην αρχή διστάζει, τον βλέπουμε να συμφωνεί με την μητέρα του…Όλα και όλοι για την ελευθερία του… και από την άλλη, η Αμάντα. Που σε αυτή την ευκαιρία, βρίσκει την αποκατάσταση όχι μόνο της κόρης της, άλλα και της ίδιας.
Και στην μέση, η Λώρα, η κόρη… αδερφή…
Ένα πλάσμα που μια δυσμορφία την αναγκάζει να περπατά κουτσαίνοντας, κάνοντας την ακόμα ποιο ευάλωτη στον έξω κόσμο. Θα γίνει και για τους δύο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο…
Ο χαρακτήρας της Λώρα είναι περίπλοκος, βουτηγμένος στον φόβο, δεν δείχνει να ορθώνει καμία αντίρρηση, ούτε προς την μητέρα της, αλλά ούτε και προς τον αδερφό της…Το μόνο που αγαπά με πάθος, είναι η γυάλινη συλλογή της από ζωάκια. Απόλυτα συμβολικό με την ίδια την οικογένεια της, άλλα και με την ζωή την ίδια που πολλές φορές, όσο και να φροντίζει κανείς γι’ αυτήν, μπορεί να σπάσει και να γίνει θρύψαλα…
Το τέλος στο όνειρο φέρνει ο Τομ, όταν ανακοινώνει πως θα φέρει για δείπνο έναν φίλο του από το εργοστάσιο, παρουσιάζοντάς τον ως τέλεια περίπτωση γαμπρού. Κάτι που κάνει την Αμάντα να ξεσηκωθεί, θέλοντας να μετατρέψει το μελαγχολικό διαμέρισμα σε ένα ζεστό χώρο, έτοιμο να υποδεχτεί τον άνθρωπο που θα τους λυτρώσει…
Βλέπουμε την Λώρα να αναγνωρίζει το όνομα του μελλοντικού επισκέπτη τους…Ναι! Είναι ο Τζιμ Ο’ Κόννορ, ο νεανικός της έρωτας… Ο διάσημος του σχολείου που έκανε στην Λώρα ένα κομπλιμέντο…Το πρώτο και τελευταίο κομπλιμέντο που έλαβε από άνδρα…
Στο άκουσμα αυτό, η Αμάντα είναι πλέον σίγουρη πως θα έχει την απόλυτη επιτυχία ο στόχος του αποψινού γεύματος.
Ο Τζιμ έρχεται στο σπίτι, με την συνοδεία του Τομ. Βλέπουμε στο διαμέρισμα πως τίποτα πια δεν θυμίζει την σκόνη και την κατάθλιψη της καθημερινότητας. Όλα δείχνουν φιλόξενα, και πάνω απ’ όλους και απ’ όλα η Αμάντα που βάζοντας τα δυνατά της για να τον εντυπωσιάσει, έχει αγοράσει και στην Λώρα, ένα φόρεμα. Όλα για τον επισκέπτη…
Βλέπουμε πως ο Τζιμ δεν μοιάζει σε τίποτα, με την οικογένεια Γουίνγκφιλντ. Είναι το φως που φωτίζει την ανεπάρκεια των βασικών χαρακτήρων…
Θα μπορούσαμε να πούμε πως διακατέχεται από μια απροσδόκητη ενέργεια, επισκιάζοντας την ύπαρξη της Λώρα, η οποία βλέποντας το πρόσωπο του, θυμήθηκε τον νεανικό έρωτα που έτρεφε προς τον ίδιο, και θεωρώντας πως δεν είναι ικανή να του μιλήσει, κλείστηκε στο δωμάτιο με την πρόφαση πως ήταν άρρωστη, αφήνοντας την Αμάντα να τον ρωτά πράγματα για την ζωή του, θέλοντας έτσι να τον γνωρίσει καλύτερα και η ίδια αλλά και κατ’ επέκταση το κοινό.
(Δυσοίωνη βροντή στον ουρανό)
Με αυτή την μικρή φράση μέσα στις αγκύλες προμηνύεται η αρχή του τέλους…Τη στιγμή εκείνη, που ο Τζιμ μιλάει για την κοπέλα του Μπέττυ, «σκορπίζοντας» την Λώρα και ύστερα την Αμάντα σαν γυάλινα πλάσματα στο πάτωμα, κάνοντας θρύψαλα κάθε όνειρο που προσδοκούσαν να γίνει πραγματικότητα, μετά βεβαίως από εκείνο το γεύμα…
Είχε μνηστή… Στο απόλυτο τίποτα και πάλι η Λώρα και ως εκ τούτου και η Αμάντα…
Η έξοδος του Τζιμ από την σκηνή φέρνει την μεγάλη μάχη μεταξύ μητέρας και γιού. Τον θεωρεί υπεύθυνο για το χαμένο βράδυ και τα λεφτά που ξόδεψε για έναν, όπως τον ονομάζει και η ίδια «αρραβωνιαστικό μιας άλλης…». Εκείνος της λέει με ειλικρίνεια πως δεν γνώριζε τίποτα για την ύπαρξη της Μπέττυ, αλλά εκείνη προτιμά να πιστεύει αυτό που θέλει, φουντώνοντας έτσι την επιθυμία της φυγής μέσα του, και αυτή την φορά, όχι για να πάει «Σινεμά» όπως συνήθιζε να δικαιολογείται από την αρχή του έργου, όταν επιθυμούσε να πάει σε κάποιο μπαρ, αλλά για τα μακρινά ταξίδια…Όπως και ο πατέρας του…
Και έτσι…Ο άνθρωπος που αρχικά έβλεπε στον ίδιο του τον πατέρα όλα τα προβλήματα της οικογένειας, τώρα τον βλέπουμε σιγά σιγά να ενστερνίζεται τη νοοτροπία του.
Μόνο που η διαφορά τους είναι πως ο Τομ αγαπούσε την αδερφή του, και ήξερε πως φεύγοντας, την αφήνει αβοήθητη στα συντρίμμια του γυάλινου κόσμου της…
Αχ , Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σε αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σου είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σε ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου – κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου. Γιατί ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου Λώρα! Αντίο λοιπόν…
Και έτσι η ιστορία της οικογένειας Γουίνγκφιλντ κάνει φινάλε…
Αφήνοντας για μια ακόμα παράσταση που θα έρθει την Αμάντα να αναζητά στιγμές από το ξεχασμένο παρελθόν της, τον Τομ ένα καλύτερο μέλλον μακριά και την Λώρα να γυαλίζει το μικρό γυάλινο μονόκερό της…
Τρίτη πράξη: Αντικατοπτίζοντας πάνω στο γυαλί ολόκληρη την πραγματικότητα
Ο Γυάλινος Κόσμος “The Glass Menagerie”, είναι ένα έργο βαθιά επίκαιρο. Θέλοντας να το ερμηνεύσουμε πέφτουμε συχνά στην παγίδα να το ταυτίζουμε με την Λώρα και τον εύθραυστο ψυχισμό της. Τη διαφυγή στο παρελθόν με τον αντίστοιχο τρόπο που επέλεξε η Αμάντα. Είτε ακόμα και με την διέξοδο σε μια άλλη ζωή μέσα από το σινεμά, σαν αυτή του Τομ…
Κανείς όμως δεν βλέπει πιο βαθιά εκείνη την ρωγμή που μοιάζει απόλυτα στην σύγχρονη εποχή…
Σε έναν κόσμο που μοιάζει άρρωστος, σκοτεινός κινούμενος σε γρήγορους ρυθμούς, εμείς σαν μια ακόμα Λώρα, σαν ένας ακόμα Τομ και μια Αμάντα προτιμάμε να ζούμε μέσα από τον ολότελα δικό μας γυάλινο κόσμο…Έναν κόσμο που μπορεί να μην έχει φτιαχτεί από γυαλί, όπως τα ζωάκια της Λώρα, αλλά έχει φτιαχτεί από την μαζική παραγωγή τον κοινωνικών μέσων δικτύωσης.
Έχουμε την επιλογή, επομένως, να ζούμε κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας, αφήνοντας την ζωή και το τώρα της στιγμής να φεύγουν. Και εμείς, αντί να τρέξουμε να το προλάβουμε, το ανεβάζουμε story…
Και κανείς δεν μας εγγυάται πως το γυάλινο τείχος μάς κρατά μακριά πέρα από την ίδια την ζωή και εκείνη την σκληρή πραγματικότητα, που παραμονεύει να πέσουμε σε σφάλματα δράττοντας την ευκαιρία να διαλύσει τον μικρόκοσμο μας…
Ο *Γιώργος Παπαδάκης
γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Παπαδιάνικα Λακωνίας, ένα μικρό χωριό κοντά στην Μονεμβάσια.
Από μικρός κυνηγάει τα όνειρα του… Ένα από αυτά τον έφερε στην Αθήνα όπου ζει και μόνιμα πλέον.
Είναι 25 χρόνων. Είναι γραφίστας και εικονογράφος, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του, του αρέσει να σχεδιάζει, να γράφει και να βλέπει παραστάσεις.
Εδώ και δύο χρόνια είναι μέλος της Καταπactής, και συγκεκριμένα στην ομάδα της Χρυσούλας Παπαδοπούλου