Στο θεατρικό σύμπαν του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Έτος Καμπανέλλη
Το 2022 ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο πολιτισμού και αθλητισμού “Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη” με αφομή την επέτειο 100 χρόνων από τη γέννηση του! Πολλά χρόνια για έναν συγγραφέα που ακούμε συνέχεια για αυτόν, μιας και τα έργα του ανεβαίνουν ανελλιπώς στις θεατρικές σκηνές της χώρας μας. Αυτή είναι η ελάχιστη τιμή που μπορούμε να αποδώσουμε σε έναν καλλιτέχνη που ξεκίνησε να γράφει θεατρικά κείμενα από πείσμα για την απόρριψή του από τις δραματικές σχολές, λόγω του ότι δεν είχε απολυτήριο γυμνασίου! Αυτή είναι η ελάχιστη τιμή που μπορούμε να αποδώσουμε σε έναν καλλιτέχνη που κατάφερε να προσφέρει τεράστιο έργο παρά την φτώχια, τις δυσκολίες, την κατοχή και την παραμονή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μήπως όμως το “παρά” είναι λάθος; Μήπως το “με αφορμή” θα ήταν πιο σωστό;
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης “Μαουτχάουζεν -Γκούζεν”
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης
Γεννήθηκε στην Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και είναι το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο και η μητέρα του προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη. Η κλίση του στην λογοτεχνία ήταν εμφανής από την παιδική του ηλικία. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου, όπου είχε συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο, η οικογένεια του αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να εγκατασταθεί στο Μεταξουργείο της Αθήνας. Το πρωί εργάζεται και το βράδυ σπουδάζει στην Σιβιτανίδειο σχολή τεχνικό σχέδιο, γνωρίζοντας παράλληλα στο Μεταξουργείο ανθρώπους με κοινά λογοτεχνικά ενδιαφέροντα όπως ο Τάσος Λειβαδίτης,Κώστας και Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Συνέχισε έτσι να έχει επαφή με την λογοτεχνία και με την ανάγνωση λογοτεχνικών, ακόμα και ιστορικών βιβλίων.
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής αποφασίζει με ένα φίλο του να περάσει στην Ελβετία μέσω της Αυστρίας. Στην διαδρομή από Βιέννη προς Ελβετία συλλαμβάνεται και μετά από ανάκριση στην Βιέννη μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως Μαουτχάουζεν όπου και παραμένει έως τις 5 του Μάη του 1945. Η ζωή του στο Μαουτχάουζεν τον ενέπνευσε να γράψει το χρονικό του “Μαουτχάουζεν” που περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν στο στρατόπεδο που στιγμάτισαν όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τα βιώματά του τον ενέπνευσαν, επίσης, για την συγγραφή των θεατρικών έργων του “Το μεγάλο μας τσίρκο” και “Αυτός και το παντελόνι του”.
“Το μεγάλο μας τσίρκο”
“Αυτός και το παντελόνι του”
Στην μεταπολεμική Αθήνα που υποφέρει από οικονομικά προβλήματα, ένα ραντεβού που δεν ήρθε ποτέ, οδηγεί τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στο Θέατρο Τέχνης, στο οποίο παιζόταν μια παράσταση η οποία τον κάνει να ανακαλύψει την αγάπη του για το θέατρο. Αφού απορρίφθηκε από τις δραματικές σχολές, καθώς στερούνταν απολυτηρίου Γυμνασίου, στράφηκε στην συγγραφή θεατρικών έργων, από πείσμα για όσους τον απέρριψαν, όπως έχει πει και ο ίδιος. Έχει γράψει τριαντατέσσερα θεατρικά έργα τα οποία διδάσκονται από όλους τους νεοέλληνες σκηνοθέτες και έχουν παιχτεί σε πολλές κρατικές σκηνές και ιδιωτικούς θιάσους σε Ελλάδα και Κύπρο. Τα κείμενα του έχουν μεταφραστεί και παιχτεί στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία. Βουλγαρία, Νορβηγία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ, Αυστραλία και Κίνα.
Η “Αυλή των θαυμάτων” θεωρείται ένα από τα έργα που σημάδεψαν την πορεία του Ελληνικού Θεάτρου. Βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα της Ελλάδας, τη γεωγραφική της θέση, τη φτώχεια που μαστίζει τον λαό της, και τελειώνει στην ιδιωτική της οικονομία. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην συνοικία του Βύρωνα και χαρακτήρες του έργου αποτελούν άνθρωποι της λαϊκής τάξης καθώς για τον Καμπανέλλη η λαϊκή τάξη εκφράζει πάντα με γνησιότητα τα χαρακτηριστικά της ζωής Ο Κάρολος Κουν χρειάστηκε να ακούσει μόνο τα τρία πρώτα μέρη του έργου πριν αποφασίσει να το ανεβάσει. Έτσι λοιπόν τον Δεκέμβριο του 1957 ανεβαίνει στο Θέατρο τέχνης το ορόσημο της ελληνικής μεταπολεμικής δραματουργίας “Η Αυλή των θαυμάτων”.
“Η αυλή των θαυμάτων”
Το 1959 ανεβαίνει, από το θίασο Διαμαντόπουλου το σατυρικό παραμυθόδραμα “Παραμύθι χωρίς όνομα” με το εν λόγω έργο να είναι αποτέλεσμα επιρροής του Καμπανέλλη από το ομώνυμο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Την μουσική επιμελείται ο Μάνος Χατζιδάκις πράγμα που συμβάλλει ώστε το έργο να αναδειχθεί σε ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυπαιγμένα του συγγραφέα. Οι κριτικοί στάθηκαν κυρίως στο ερώτημα αν το έργο ήταν αντιβασιλικό ή φιλοβασιλικό. Ο Κούν δεν γοητεύτηκε από το ιδιότυπο χιούμορ με το οποίο ο Καμπανέλλης διασκεύασε το παιδικό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, ενώ παράλληλα φοιτητικοί σύλλογοι αγοράζουν ολόκληρες παραστάσεις για να κρατηθεί το έργο στην σκηνή.
Κατά τη διάρκεια της επταετίας και της προληπτικής λογοκρισίας η ομαλή πορεία της δραματουργίας κλονίζεται. Το 1973 ανεβαίνει η επιθεώρηση του Καμπανέλλη “Το μεγάλο μας τσίρκο”. Το έργο, αν και πολιτογραφήθηκε ως κωμωδία, είναι κατ` ουσίαν αλληγορία, σάτιρα και, σε πολλά σημεία, δράμα. Η υπόθεσή του είναι η διαδρομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική κατοχή. Ο Καμπανέλλης εμπνεύστηκε, για την συγγραφή του έργου, από τα βιώματα του στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Η έξυπνη γραφή του κατάφερε να περάσει το έργο κάτω από το ραντάρ της λογοκρισίας και έτσι την άνοιξη του 1972 το θιασαρχικό ζεύγος Καρέζη – Καζάκου αποφασίζει να ανεβάσει “Το μεγάλο μας τσίρκο” με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου,παράσταση η οποία εξελίχθηκε σε μείζονα αντιδικτατορική εκδήλωση. Εκατοντάδες θεατές παρακολούθησαν καθημερινά την παράσταση υπό το βλέμμα των απεσταλμένων αστυνομικών, οι οποίοι σημείωσαν τα σημεία στα οποία ο κόσμος γελούσε έτσι ώστε να αποδείξουν ότι το έργο περνούσε μηνύματα κατά του καθεστώτος.
Αν θέλουμε να δούμε από που προερχόμαστε, θα περάσουμε, το δίχως άλλο, από τους δρόμους του Καμπανέλλη!
Γιαννοσ περλεγκασ
Η θητεία του στην διεύθυνση της ελληνικής ραδιοφωνίας
γίνεται η αιτία να σταματήσει σε αυτό το διάστημα να γράφει καινούργια θεατρικά κείμενα. Όπως ομολογεί και ο ίδιος, η περίοδος αυτή είναι εποχή αμηχανίας και προβληματισμού καθώς την εποχή της μεταπολίτευσης τα προβλήματα ήταν πιο δυσδιάκριτα και είχαν γίνει περισσότερο ατομικά εσωτερικά και ψυχολογικά. Ο Καμπανέλλης εμφανίζεται συγγραφικά ανανεωμένος με αρωγούς τεχνικές και γραφές της υπερρεαλιστικής, υπαινικτικής και διακειμενικής δραματουργίας, που πάντα είχε καλλιεργήσει, πέρα από το ρεαλισμό. Το 1988 με τον “Αόρατο θίασο” μας εισάγει νέα γραφή και θεματολογία με έντονα τα στοιχεία του εξπρεσιονισμού.
Η πορεία του στον χώρο του θεάτρου συνεχίζει με τον Καμπανέλλη να έχει τον ρόλο όχι μόνο του θεατρικού συγγραφέα αλλά και του σκηνοθέτη στο έργο “O δρόμος περνά από μέσα” το 1990 και άλλα. Η συμβολή του έγινε αισθητή και στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και, κάποιες φορές, σκηνοθέτης με έργα όπως Η αρπαγή της Περσεφόνης, “Τα Κορίτσια στον Ήλιο”, “Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα” κ.α . Στο κομμάτι της μουσικής, επιτέλεσε και στιχουργός όπου με την συνεργασία των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου συνέβαλαν στην εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού. Το ύφος της δραματουργίας του Καμπανέλλη είναι σύνθετο όχι μόνο από έργο σε έργο αλλά κάποιες φορές και από σκηνή σε σκηνή το λυρικό, το ποιητικό απέναντι στο το εφιαλτικό ή το καθαρά κωμικό. Μέσα στον ρεαλισμό ξεπετάγονται εξπρεσιονιστικές σκηνές. Παρ’ όλη την πολιτική σάτιρα οι Καμπανελλικοί χαρακτήρες δεν είναι φορείς πολιτικών ιδεών, ο πολιτικός λόγος του συγγραφέα είναι πάντα έμμεσος. Έχει δημιουργήσει χαρακτήρες εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους από πρωθυπουργούς μέχρι μυθικούς ήρωες, από φτωχούς ξενοδόχους μέχρι μεγιστάνες, από καλλιτέχνες και αρχαίους Έλληνες, μέχρι δοσίλογους, οπτασίες και φαντάσματα.
“Το παραμύθι χωρίς όνομα”
Τα θεατρικά του έργα και τα “Καμπανελλικά” πρόσωπα
μπορεί φαινομενικά να παραθέτουν ήθη και ζητήματα μιας άλλης εποχής αλλά με μία πιο προσεκτική ματιά, παρατηρούμε ότι είναι άκρως διαχρονικά. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θίγει το ζήτημα της ανασφάλειας του νεοέλληνα, ανασφάλεια η οποία υπάρχει ακόμα στους πολίτες αυτής της χώρας. Όπως πολύ σωστα παρατήρησε και ο σκηνοθέτης Γιάννος Περλέγκας, “Αν θέλουμε να δούμε από που προερχόμαστε, θα περάσουμε, το δίχως άλλο, από τους δρόμους του Καμπανέλλη”. Για την όλη προσφορά του ως συγγραφέα (1996), της Ανωτάτης Σχολής Καλών, εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999). Εξελέγη παμψηφεί και αναγορεύτηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα (2000).
Το 1999 συνέβαλε στην κίνηση αποκέντρωσης της καλλιτεχνικής αγωγής,
υποστηρίζοντας την ιδέα του ηθοποιού Δημήτρη Παπαγιάννη και του Λάμπρου Μίχου, Δημάρχου Δήμου Αγίας Βαρβάρας, για την ίδρυση της πρώτης Δημοτικής Νεώτερης Σχολής δραματικής Τέχνης ,την σημερινή Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης Δήμου Αγίας Βαρβάρας «Ιάκωβος Καμπανέλλης». Από το 2003 έως το 2007 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης διετέλεσε πρόεδρος της βουλής των εφήβων διαδεχόμενος τον Αντώνη Σαμαράκη. Ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας έφυγε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγο μετά την εκδημία της γυναίκας του.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης άλλαξε με τα έργα του την νεοελληνική δραματουργία.
Ο κορυφαίος μεταπολεμικός συγγραφέας είχε ως όπλο του τις εμπειρίες του, καλλιεργώντας το μονόπρακτο, το μονόλογο , το πολύπρακτο έργο, όπως ακόμα και το ρεαλιστικο, το εξπρεσσιονιστικό, το ποιητικό, το σατιρικό θέατρο.
Έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη που ανεβαίνουν τη σαιζόν 2022 – 2023
- “Γουώλτερ Μίττυ” και “Πανηγυρικός” σε σκηνοθεσία Κατερίνας Πολυχρονοπούλου, στο Vault theater plus
- “Αυτός και το παντελόνι του” σε σκηνοθεσία Μάνου Καρταζογιάννη, στο θέατρο ‘Αμαλία’
- “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια” σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στο ‘θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου)’
- “Ο μπαμπάς ο πόλεμος” σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη, στο “θέατρο της Μονής Λαζαριστών” του ΚΘΒΕ
- “Η αυλή των θαυμάτων – το μιούζικαλ” σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, στο θέατρο ‘Παλλάς’
*Η Κατερίνα Σοφρά
γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα με καταγωγή από την Λέσβο. Σπουδάζει στο τμήμα θεατρικών σπουδών του ΕΚΠΑ. Αγαπάει το θέατρο από μικρή ηλικία θεωρώντας την τέχνη της υποκριτικής, μέσο έκφρασης συναισθημάτων και μία μορφή ψυχοθεραπείας και εκτόνωσης. Βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέρον το ερευνητικό κομμάτι της θεατρολογίας και έτσι ο δρόμος της την οδήγησε στην Καταπactή ως θεατρολόγος. Στα άμεσα σχέδια της είναι να τελειώσει τις σπουδές της και να περάσει σε Δραματική Σχολή ώστε να ασχοληθεί επαγγελματικά και με την υποκριτική.