Ο Τάσος Τσιλίκουνας* είδε την παράσταση της ‘Ορχήστρας των μικρών πραγμάτων’ και μας γράφει τη γνώμη του.

 

«Είμαστε αυτό που δεν κάναμε, επειδή ο κόσμος ή η κοινωνία μας εμπόδισαν.»

Παρασκευή βράδυ, στρίβοντας στην Αχαρνών με προορισμό το Προσκήνιο της οδού Καπνοκοπτηρίου, οι πολυπολιτισμικές μυρωδιές από τα εστιατόρια της περιοχής μπλέκονται στο μυαλό μου με τις αναμνήσεις από την πρώτη παράσταση που είχα δει βασισμένη σε έργο του Λουί στη σκηνή Κατίνα Παξινού του Εθνικού Θεάτρου τον Νοέμβριο του 2019, μια παράσταση που στη συνέχεια με παρακίνησε να διαβάσω για πρώτη φορά έργο του Λουί. Ο προσωπικός τόνος γραφής, η ευαισθησία που κατακλύζει τα σκληρά κείμενά του και οι ποικίλες μορφές βίας που στηλιτεύονται στις αφηγήσεις του είχαν εκτινάξει τις προσδοκίες μου αντικρίζοντας την αφίσα -οριακά καταγγελία- του «Ποιός σκότωσε τον πατέρα μου»

Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί,

που γεννήθηκε στο Αλλενκούρ της της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Μετά το «να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» το πρώτο του μυθιστόρημα καθώς και την «ιστορία της βίας» που ακολούθησε, ο Λουί το 2018 δημοσιεύει το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου».

Σε αυτό το μυθιστόρημα,

το οποίο επέλεξε η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων να μεταφέρει στη θεατρική σκηνή, ο Λουί πραγματεύεται για μία ακόμη φορά την πολύπλοκη σχέση του με την οικογένειά του, θέτοντας στο κέντρο της αφήγησής του την ιστορία του πατέρα του αλλά και την προσωπική τους σχέση, κάνοντας μία αναδρομή και μία φανταστική συζήτηση μαζί του αναφορικά με την παιδική ηλικία τόσο του πατέρα του όσο και τη δική του, τις επιλογές τους, την αποδοχή της διαφορετικότητάς του, τις ευκολίες και τις δυσκολίες που βίωσαν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, πάντα υπό το πρίσμα της κοινωνίας και των πολιτικών συνθηκών στην Γαλλία, κάτω από τις οποίες ανατράφηκαν και έζησαν και οι δύο.

Μετά τα απανωτά sold out την άνοιξη του 2023

η παράσταση μεταφέρεται και εγκαινιάζει τη νέα θεατρική σεζόν στο θέατρο Προσκήνιο ύστερα από πρόσκληση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου, Δημήτρη Καρατζά. Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, σκηνοθέτης της παράστασης, παίρνει ένα σημαντικό και βαθιά πολιτικό κείμενο και το παρουσιάζει στη θεατρική σκηνή επιλέγοντας μία πρωτοποριακή σκηνοθεσία, πιθανόν φαινομενικά απλή αλλά εξαιρετικά εύστοχη. Η δράση τοποθετείται σε ένα φτωχικό σπίτι, σε μία κρεβατοκάμαρα και μία κουζίνα χωρίς ωστόσο αυτό να εμποδίζει ή να περιορίζει την αφηγηματική ροή της παράστασης και την μεταφορά του θεατή επιτυχημένα σε διαφορετικές δράσεις και τοποθεσίες.

Ο Θεοδωρίδης επιλέγει τη μη σαφή κατανομή των ρόλων

μεταξύ των δύο ηθοποιών και με αυτή την επιλογή καταφέρνει να προσδώσει στην παράσταση μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οπτική και ζωντάνια. Ο Γιώργος Κισσανδράκης και ο Διονύσης (Ντένης) Μακρής μοιράζονται τους ρόλους του έργου, εναλλάσσονται εξαιρετικά επιτυχημένα μεταξύ των διαφόρων ηρώων, περιπλέκονται σε έναν κοινό λόγο, γίνονται ένα και την επόμενη στιγμή παίρνουν απόλυτα διακριτή απόσταση, επιτυγχάνοντας μία εξαιρετική ροή κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Με τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια δική του θεώρηση των πραγμάτων: την εναλλαγή των ρόλων του θύτη και του θύματος, του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου αυτού που βιαιοπραγεί κι αυτού που δέχεται την βία. Όλοι είμαστε ικανοί για τα πάντα και όλοι (πρέπει να) είμαστε υπόλογοι απέναντι στο συνάνθρωπο μας, ιδίως δε η πολιτική εξουσία που δικαίως στήνεται στον τοίχο για να αναδειχτούν οι ευθύνες της.

Η έξυπνη σκηνοθεσία υπηρετείται αλλά και ταυτόχρονα αναδεικνύεται εξαιρετικά

με την επιλογή των δύο ηθοποιών οι οποίοι αποδίδουν δύο εξαιρετικές ερμηνείες τόσο στο βασικό πλαίσιο των ηρώων του έργου όσο και των υπολοίπων ρόλων που εξυπηρετούν την αφήγηση. Δυνατές ερμηνείες, συγκίνηση, ένταση, εσωτερικότητα, κορυφώσεις αλλά και το κυρίαρχο αίσθημα μιας γενικής απόγνωσης, το σύνολο της παρουσίας τους επί σκηνής και κάθε εκφραστικό τους μέσο πάνω σε αυτή κατακλύζονται από επαγγελματισμό και θεατρικό ενδιαφέρον. Η ενδιαφέρουσα επιλογή της μουσικής της παράστασης είναι επίσης ένα καθοριστικό σημείο κατά την αφήγηση της ιστορίας, όπως επίσης η κινησιολογία και η χορογραφία των κινήσεων των δύο ηθοποιών.

Η παράσταση ξεκινά με μια βαθιά εσωτερικότητα

η οποία παίρνει έναν πιο εξωστρεφή χαρακτήρα κατά τη διάρκειά της, αργά και σταθερά για να φτάσει στο κοινό και στη συνέχεια στο ευρύτερο πλαίσιο, την ίδια την κοινωνία. Το πολιτικό κείμενο του Λουί αναδεικνύεται με τρυφερότητα, συγκίνηση αλλά παράλληλα και με ωμότητα και ένταση από τον σκηνοθέτη της παράστασης. Οι ταξικές διαφορές, η κοινωνική ανισότητα, τα στερεότυπα πρωταγωνιστούν και τελικά καταλήγουν να καθορίζουν την ίδια τη ζωή των ηρώων του έργου, αφού καμία πράξη τους δεν είναι δική τους επιλογή: «Είμαστε αυτό που δεν κάναμε, επειδή ο κόσμος ή η κοινωνία μας εμπόδισαν». Οι επιλογές, τα τραύματα, οι συνθήκες, τα βιώματα, τελικά η ίδια η ζωή των ηρώων και μήπως(;) και των θεατών, όλα καταλήγουν να είναι μεθοδευμένες στρατηγικές μιας πολιτικής εξουσίας που ορίζει τις ζωές και την εξέλιξη της κοινωνίας που εξουσιάζει, όπως ακριβώς αυτή το επιθυμεί και όπως την εξυπηρετεί.

Φεύγοντας από την παράσταση

συνειδητοποίησα ότι παρά τις στοχευμένες θεματικές του έργου και ότι ενδεχομένως εκ πρώτης όψεως αυτές να μην αφορούσαν άμεσα το σύνολο του κοινού γενικώς, υπήρξαν πολλοί θεατές που ταυτίστηκαν με τους ήρωες και όσα εκτυλίσσονταν πάνω στη σκηνή. Το βαθύτερο ωστόσο νόημα τόσο του έργου του Λουί όσο και η οπτική της συγκεκριμένης παράστασης, όπως παρουσιάζεται στο θέατρο Προσκήνιο, φαίνεται ότι αφορά το σύνολο των θεατών, καθώς καθένας από εμάς κάποια στιγμή, στο παρελθόν ή και στο σήμερα έχει υποστεί μια μορφή βίας ή και καταπίεσης αναφορικά με τον τρόπο που έχει επιλέξει να ζει. Ή μήπως τελικά αυτόν που του έχει επιβληθεί ως «επιλογή»;

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συγγραφέας: Έντουαρντ Λουί

Δραματουργία: Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου – Χρήστος Θεοδωρίδης

Σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης

Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη

Σκηνικά-κοστούμια: Τίνα Τζόκα

Σχεδιασμός Φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας

Χορογραφία: Ξένια Θεμελή

Φωτογραφίες – Video: Αναστασία Γιαννάκη

Επί σκηνής:  Γιώργος Κισσανδράκης – Ντένης Μακρής

*Ο Τάσος Τσιλίκουνας

γεννήθηκε και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη. Είναι δικηγόρος και ένας απο τους λόγους που μετακόμισε στην Αθήνα το 2009 είναι τα θέατρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά και ακολουθεί συγκεκριμένους εκφραστές του θεάτρου φανατικά. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την υποκριτική μέσα από το θεατρικό εργαστήρι της καταπactή, εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ πλατείας και σκηνής.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ