Ο Τάσος Τσιλίκουνας* είδε την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Άρης Μπινιάρκς στο θέατρο “Άρκ” και μας γράφει τη γνώμη του.

 

Ο ΜΠΕΡTΟΛ ΜΠΡΕΧΤ

το 1941 γράφει το έργο «Η μετ’ εμποδίων άνοδος του Αρτούρο Ούι»

Το έργο

Ο Μπρεχτ μέσω ενός αλληγορικού κειμένου καταπιάνεται με την εδραίωση του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία και συνακόλουθα του ναζισμού στην Γερμανία του Μεσοπολέμου.

Τοποθετεί τη δράση του έργου στο Σικάγο της Αμερικής αμέσως μετά το οικονομικό κραχ, όπου η φτώχεια, η ανέχεια και η εξαθλίωση κυριεύουν σχεδόν όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αυτήν την κοινωνική συνθήκη και το γενικευμένο αδιέξοδο εκμεταλλεύεται ο Αρτούρο Ούι, ως επικεφαλής της γκανγκστερικής συμμορίας του, χρησιμοποιεί τον αναβρασμό και την απογοήτευση που επικρατούν προς όφελός του, δολοπλοκεί, ξεγελά, σκοτώνει χωρίς ίχνος ηθικής, οίκτου ή δισταγμού μέσω της κατάληψης του τραστ του κουνουπιδιού με σκοπό να ελέγξει και τελικά να επιβληθεί σε ολόκληρη την πόλη, τους πολίτες και τους θεσμούς της.

Ένας ηθοποιός με βαμμένο λευκό το πρόσωπό του, φοράει τη ναζιστική σημαία σαν μπλούζα, λευκό παντελόνι, άρβυλα και στέκεται όρθιος πάνω σε ένα μπλε μεταλλικό βαρέλι
Ο σκηνοθέτης

Ο Άρης Μπινιάρης, μετά τη «Φάρμα των ζώων» στο Εθνικό Θέατρο της χώρας που ξεχώρισε την προηγούμενη θεατρική σεζόν, καταπιάνεται με ένα κείμενο αλληγορικό, σχεδόν σατιρικό που λειτουργεί ως θεατρική παραβολή. Το στοίχημα, που σαφώς κερδίζεται με το συγκεκριμένο ανέβασμα, είναι πως ο σκηνοθέτης φέρνει το δύσκολο και οριακά μονοδιάστατο αυτό έργο στον 21ο αιώνα και το τοποθετεί με κάθε δυνατό τρόπο στο σήμερα.

Ο χώρος

Σε έναν καινούργιο χώρο στην καρδιά της Κυψέλης η σκηνή αποτελείται από έναν μακρύ διάδρομο-πασαρέλα με το κοινό να παρακολουθεί και από τις δύο πλευρές του διαδρόμου-σκηνής, ενώ η ίδια αυτή η σκηνική συνθήκη εξυπηρετεί έξυπνα τη δράση του έργου που εκτυλίσσεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε μία αποβάθρα του Σικάγο. Ο Πάρις Μέξης επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης χτίζοντας 15 διαφορετικές σκηνές και περισσότερους από 20 χαρακτήρες που παρελαύνουν ενώπιον μας κατά τη διάρκεια της παράστασης. Από τα μέλη της γκανγκστερικής συμμορίας μέχρι τους πολίτες χωρίς πρόσωπα, από τους εκπροσώπους της μεγαλοαστικής τάξης μέχρι τον κομπέρ ενός θεάτρου μέσα στο θέατρο, τα κοστούμια της παράστασης είναι εντυπωσιακά καλαίσθητα, εξυπηρετούν με απόλυτη επιτυχία το σκοπό και τη χρήση τους και δημιουργούν την απαραίτητη ατμόσφαιρα σε κάθε δυνατό επίπεδο.

Οι φωτισμοί

Αντιστοίχως, οι εμπνευσμένοι φωτισμοί της Στέλλα Κάλτσου, συχνά σε συνδυασμό με τη μουσική της παράστασης από τον Αλέξανδρο Κτιστάκη, συνδράμουν και ενισχύουν την επιβλητικότητα του έργου και τη δράση όλων των ηθοποιών. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για το σχεδιασμό της κίνησης και τις χορογραφίες της Χαράς Κότσαλη που σίγουρα εκκινώντας βασιζόμενη στις δυνατότητες και ικανότητες του ίδιου του θιάσου, δημιουργεί ένα σύνολο άκρατου συντονισμού με εξαιρετική κίνηση, καλοστημένη χορογραφία καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, ενώ παράλληλα προσδίδει σε κάθε έναν από τους βασικούς ήρωες του έργου μία μοναδική σωματική υπόσταση που συνδυάζεται με τις ερμηνευτικές δυνατότητες του κάθε ηθοποιού.

Μία ηθοποιός με βαμμένο λευκό το πρόσωπό της, φοράει τη λευκή μπλούζα, λευκό παντελόνι, κόκκινες τιτάντες, άρβυλα και ακουμπάει το δεξί της πόδι πάνω σε ένα μπλε μεταλλικό βαρέλι. Στο δεξί της χέρι κρατέι ένα πιστόλι και πάνω στην κάννη του στηρίζει το σαγόνι της
Οι ερμηνείες

Είναι εντυπωσιακό ότι όλος ο θίασος λειτουργεί σαν ένα, σε σημείο όπου σε πολλές στιγμές του έργου οι ανάσες των ηθοποιών, οι κινήσεις και ολόκληρο το θεατρικό τους «είναι» συντονίζεται σε απόλυτο βαθμό δημιουργώντας μία συναρπαστική εικόνα στα μάτια των θεατών. Ερμηνευτικά ξετυλίγονται υπέροχες στιγμές στη διάρκεια της παράστασης από όλους τους ηθοποιούς ενώ ξεχωρίζουν σίγουρα ο Μιχάλης Βαλάσογλου με τη σωματική του εκφραστικότητα, ο Γιάννης Αναστασάκης με την επιβλητική του παρουσία που αναλαμβάνει τις πιο χιουμοριστικές στιγμές του έργου αλλά και η Αλεξία Σαπρανίδου ως γοητευτική αδίστακτη γυναίκα-δολοφόνος.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου στο ρόλο του κεντρικού ήρωα είναι σαφώς ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Άρη Μπινιάρη και το σχεδιασμό της κίνησής του από την Χαρά Κότσαλη, ο Χρυσοστόμου χτίζει κυριολεκτικά έναν ήρωα από το μηδέν μπροστά στα μάτια των θεατών. Άλλοτε ως ένα λυσσασμένο μπουλντόγκ κι άλλοτε ως μια υπόκοσμη καμπουριασμένη μορφή ο κεντρικός ήρωας, ο αρχηγός της συμμορίας, ο αδίστακτος επικεφαλής του ναζιστικού κόσμου γεννάται, αναπτύσσεται και μεταμορφώνεται με συγκλονιστική λεπτομέρεια σε μία τερατώδη επιβλητική μορφή, οριακά σε έναν Δαίμονα. Η άρθρωση, ο λόγος, τα βλέμματα, ολόκληρο το σώμα του Χρυσοστόμου είναι απόλυτα συντονισμένα σε έναν σκοπό: την ανάδειξη του τέρατος του φασισμού που υπάρχει ήδη ανάμεσά μας και με την κατάλληλη ευκαιρία θα αναδειχθεί δίχως φραγμούς για να κυριαρχήσει.

Ο θίασος της παράστασης με λευκά ρούχα, κόκκινες τιράντες και τα πρόσωπα βαμμένα λευκά, κάθονται γύρω από μια ναζιστική σημαία που είναι πεσμένη στο πάτωμα. Ο ένας είναι καθισμένος πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο τελάρο με λαχανικά που έχουν σκορπίσει και οι υπόλοιποι είναι μαζεμένοι και όρθιοι πίσω και δεξιά.
Εν κατακλείδι

Ο Άρης Μπινιάρης φαίνεται ότι έχει μελετήσει ουσιαστικά το κείμενο με το οποίο καταπιάνεται και πολύ συνειδητά αποφασίζει να σεβαστεί τις θεατρικές οδηγίες του ίδιου του συγγραφέα περί αποξένωσης και αποστασιοποίησης, καθώς ήδη από την έναρξη της παράστασης είναι δεδομένο ότι οι θεατές δεν μπορούν και δεν πρόκειται να ταυτιστούν συναισθηματικά με ό,τι διαδραματίζεται πάνω στη σκηνή. Παράλληλα όμως επιλέγει να ντύσει το ανέβασμά του με μία πολύ συγκεκριμένη αισθητική που καλύπτει κάθε εικόνα και κάθε λέξη που ξεστομίζεται επί σκηνής. Η σύγχρονη και υψηλή αισθητική χαρακτηρίζει ολόκληρη την παράσταση αλλά τις εντυπώσεις σίγουρα κερδίζει η σταδιακή κατασκευή του ίδιου του ήρωά του, μιας τερατώδους μορφής που σιγά σιγά απογυμνώνεται από κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό, ξεφορτώνεται (;) τα συμπλέγματα κατωτερότητας και αναδεικνύεται σε ένα ωμό, αιμοδιψές, φρικιαστικό έκτρωμα.

 
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Κ. Παλαιολόγος

Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης

Απόδοση κειμένου, δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Άρης Μπινιάρης

Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Κτιστάκης

Σκηνικά- κοστούμια: Πάρις Μέξης

Σχεδιασμός κίνησης, χορογραφίες: Χαρά Κότσαλη

Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου

Σχεδιασμός ήχου: Χάρης Κρεμμύδας

Βοηθός σκηνοθέτη: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου

Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Video promo: Θωμάς Παλυβός

Art direction promo: Πάρις Μέξης

ΕπικοινωνίαΓραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη

Social Media – Διαφήμιση: Renegade Media, Βασίλης Ζαρκαδούλας

Παίζουν: Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης, Γιώργος Χρυσοστόμου.

 

Χώρος: Θέατρο ARK, Δροσοπούλου 197

*Ο Τάσος Τσιλίκουνας

γεννήθηκε και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη. Είναι δικηγόρος και ένας απο τους λόγους που μετακόμισε στην Αθήνα το 2009 είναι τα θέατρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά και ακολουθεί συγκεκριμένους εκφραστές του θεάτρου φανατικά. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την υποκριτική μέσα από το θεατρικό εργαστήρι της Καταπactής, εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ πλατείας και σκηνής.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ