Μια γνώμη για το “Έγκλημα και τιμωρία” στη Στέγη
Ο Τάσος Τσιλίκουνας* είδε την παράσταση “Έγκλημα και τιμωρία” που ανεβαίνει στην “Στέγη γραμμάτων και τεχνών” του ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη και μας γράφει τη γνώμη του
Σύντομη φράση αλλά τόσο περιεκτική. Διότι ξέρεις τι να περιμένεις και από τους δύο: σύγχρονο θέατρο.
Όταν ανακοινώθηκε η διεύρυνση της ήδη υπάρχουσας συνεργασίας του Βασίλη Μπισμπίκη με την Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το καλοκαίρι του 2022 (η συνεργασία Onassis Culture και Βασίλη Μπισμπίκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν το Ίδρυμα Ωνάση μεταμόρφωσε το πρώην εργοστάσιο πλαστικών της εταιρίας KOCH σε έναν απρόσμενο χώρο για καλλιτεχνικό πειραματισμό και εξερεύνηση) και η φιλοξενία του στην κεντρική σκηνή της Στέγης, ένα χαμόγελο ανυπομονησίας σχηματίστηκε στα πρόσωπα των θεατρόφιλων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος. Ο-ιδιαιτέρως επίκαιρος τελευταία για πολλούς λόγους-σκηνοθέτης αποφάσισε να αναμετρηθεί με το εμβληματικό μυθιστόρημα του Φίοντορ Ντοσκογιέφσκι σε μια διασκευή-μεταγραφή που το φέρνει στο σήμερα και συγκεκριμένα στην Αθήνα του 2023. Κι αυτή η αναμέτρηση δε θα μπορούσε παρά να μη φιλοξενηθεί στην κεντρική σκηνή της Στέγης, που αποδεδειγμένα αγαπά οτιδήποτε μη συμβατικό.
Φωτογραφία : Ανδρέας Σιμόπουλος
Μετά τα απανωτά sold out
στον πολιτιστικό χώρο του Cartel με τις διασκευές πάνω στο Άνθρωποι και Ποντίκια αλλά και στα Κόκκινα Φανάρια, ο Βασίλης Μπισμπίκης επιλέγει ένα κλασσικό έργο και το τοποθετεί γύρω από την πλατεία Ομονοίας του 2023. Λάτρης και εμπνευστής του ωμού ρεαλισμού στο θέατρο, εκμεταλλεύεται τις τεχνικές δυνατότητες και το σύνολο της αίθουσας της κεντρικής σκηνής της Στέγης για να στήσει ένα σκηνικό με διαφορετικούς χώρους/τόπους, όπου εκτυλίσσονται οι δράσεις του έργου: από το παρακμιακό μπαρ σε κάποιο στενό της Πατησίων και την αίθουσα μιας χαρτοπαικτικής λέσχης μέχρι το δωμάτιο-τσιχλόφουσκα μιας σεξεργαζόμενης και το τραπέζι κουζίνας/γραφείο της θρησκόληπτης παραδοσιακής μάνας.
Τα νοήματα και οι προβληματισμοί του κλασσικού έργου του Ντοστογιέφσκι
αναφορικά με την έννοια του εγκλήματος, της τιμωρίας, της ενοχής αλλά και η εσωτερική διαδρομή που διανύει ο κεντρικός ήρωας του έργου εκκινώντας ήδη από την υποψία του εγκλήματος μέχρι και την προσωπική του κάθαρση είναι παρόντα στη διασκευή του Μπισμπίκη. Ιδωμένα μέσα από ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα, πάντως η συζήτηση γύρω από το τι συνιστά έγκλημα, ποιες συμπεριφορές το προκαλούν, ποιες πιθανόν το δικαιολογούν και σε ποιο βαθμό, ακόμη περισσότερο δε ποια τελικά είναι η τιμωρία του εκάστοτε ενόχου, αυτή που επιβάλλεται από την κοινωνία ή η εσωτερική τιμωρία την οποία αποφασίζει ο καθένας μας για τον εαυτό του, αυτή η συζήτηση για όλα τα παραπάνω ανοίγει στην κεντρική σκηνή της Στέγης και το κοινό καθίσταται ουσιαστικός «συνομιλητής» σε αυτήν.
Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου
Ο Βασίλης Μπισμπίκης θέτει εξαρχής και διατηρεί και τα 150’ διάρκειας της παράστασης μία κινηματογραφική θεώρηση του ζωντανού θεάτρου.
Τοποθετεί οπερατέρ κάτω, πάνω και πίσω από τη σκηνή, οι οποίοι αναμεταδίδουν ζωντανά ό,τι συμβαίνει σε επιμέρους σκηνές του έργου είτε ως παράλληλη δράση είτε ως focus σε επιμέρους βλέμματα και κινήσεις, προσφέροντας στο θεατή μια ποικιλία οπτικών σε σχέση με όσα διαδραματίζονται πάνω στη σκηνή. Η υιοθέτηση αυτής της κινηματογραφικής θεώρησης της αφήγησης του έργου με την άψογη κινηματογράφηση του Φίλιππου Ζαμίδη, επιτρέπει στις παράλληλες ιστορίες που αναπτύσσονται γύρω από τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον Μιχάλη, να αναδείξουν πρωταγωνιστές και να ενισχύσουν με αιχμηρό τρόπο το βασικό θέμα του έργου: την έννοια του εγκλήματος και της τιμωρίας και του τρόπου που ο κεντρικός ήρωας βιώνει αυτές τις έννοιες ως συνέπεια των πράξεών του.
Τα σκηνικά της παράστασης
από την Κέννυ Μακ Λέλλαν είναι απολύτως ρεαλιστικά (και πως θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε;) ενώ οι ιδιαίτερα προσεγμένοι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εξυπηρετούν την κινηματογραφική πρόθεση του σκηνοθέτη με την εναλλαγή σκηνών, τοποθεσιών και διαθέσεων. Είναι εντυπωσιακό ότι ο Μπισμπίκης εκμεταλλεύεται όλες τις τεχνικές δυνατότητες της κεντρικής σκηνής της Στέγης ενσωματώνοντας τες στον περιθωριακό κόσμο που έχει φτιάξει για τον κεντρικό ήρωά του δίχως αυτές να ξενίζουν ή να «πετάνε» εκτός το θεατή.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών,
σίγουρα ο κεντρικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι όπως έχει μεταγραφεί από τον Βασίλη Μπισμπίκη και τελικά ερμηνευτεί από τον Θοδωρή Σκυφτούλη, στέκεται επάξια στη σκηνή. Επαρκώς εσωτερικός και περιθωριακά εξωστρεφής, όποτε του ζητείται, σκιαγραφεί έναν ήρωα που παλεύει πρωτίστως με τον εαυτό του και αναπόφευκτα με την κοινωνία που τον περιτριγυρίζει αλλά δυσκολεύεται να τον ενσωματώσει.
Όπως άλλωστε συνηθίζεται στις παραστάσεις του Μπισμπίκη, οι «περιφερειακοί» ήρωες του έργου αναδεικνύονται σε συν-πρωταγωνιστές τόσο μέσω της φώτισης των χαρακτήρων λόγω της ίδιας της σκηνοθεσίας, κυρίως όμως λόγω της επιλογής των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν. Η Άννα Μάσχα στο ρόλο της μάνας ξεχωρίζει με μια αυθεντική ερμηνεία που φωτίζεται μέσω των σκηνοθετικών ευρημάτων που την περιβάλλουν με highlight τη zoom–in αποτύπωση των εκφράσεών της μέσω κινηματογράφησης όσο μια άλλη σκηνική δράση λαμβάνει χώρα σε άλλο σημείο της σκηνής (no spoilers). Αντίστοιχα, η Έρρικα Μπίγιου στο ρόλο της Σόνιας ακροβατεί επιτυχημένα μεταξύ ενός εκλεπτυσμένου θράσους μιας πόρνης πολυτελείας (;) και της ευθραυστότητας μιας (περίπου) νεράιδας, που έρχεται άλλωστε να δώσει λύση στα ηθικά διλήμματα του κεντρικού ήρωα μέσω της διαχρονικής και αιώνιας σταθεράς: του έρωτα.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης φαίνεται να γνωρίζει σε ποια σκηνή παρουσιάζει τη δουλειά του
και κάνει την εύλογα αναμενόμενη ρεαλιστική ανάγνωση του κλασσικού μυθιστορήματος επαρκώς νεωτεριστική και πρωτότυπη, χρησιμοποιώντας αντισυμβατικές τεχνικές, και ιδιαίτερους συμβολισμούς, που άλλοτε φτάνουν στην πλατεία και άλλοτε μπορεί να προβληματίζουν για τη χρησιμότητά τους. Η ποικιλία και το εύρος ωστόσο αυτών των τεχνικών και συμβολισμών δίνει την ελευθερία σε κάθε έναν ξεχωριστά από τους θεατές να εισπράξει διαφορετικά όσα θέλει να του πει ο σκηνοθέτης, ουσιαστικά δηλαδή εκπληρώνει τον ίδιο τον σκοπό του θεάτρου: ο κάθε θεατής να επιλέξει με τι θα ταυτιστεί και τι θα εισπράξει από το θεατρικό δρώμενο βάσει των βιωμάτων του αλλά και του κατά πόσο είναι διατεθειμένος να «ακούσει» τους δημιουργούς του θεάτρου.
Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου
Στα highlights της παράστασης
και προσπαθώντας να αποφύγω τα spoiler, θα εστιάσω στην εντυπωσιακή σκηνοθετική ματιά στην τελευταία σκηνή του έργου, όπου ο Μπισμπίκης επιλέγει να τοποθετήσει τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος επί σκηνής: δύο εγκληματίες και τους διαφορετικούς τρόπους που, ιδίως σήμερα, αναγνωρίζεται τόσο η ενοχή όσο και η τιμωρία από καθέναν από αυτούς. Μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου κάθε μορφή εγκλήματος πρωταγωνιστεί τα τελευταία χρόνια, με ενόχους που αθωώνονται, άλλους που καταδικάζονται αλλά αφήνονται ελεύθεροι, με γυναικοκτονίες να σημαδεύουν μια ολόκληρη γενιά, το έργο του Ντοστογιέφσκι αλλά και η διασκευή του Μπισμπίκη καθίστανται δυστυχώς απολύτως επίκαιρα.
Στο διάλειμμα της παράστασης
στα σκαλοπάτια του κτιρίου επί της οδού Συγγρού βρέθηκα να συνομιλώ τυχαία με μία 72χρονη κυρία, φιλόλογο και λάτρη του κλασσικού θεάτρου, η οποία παρακολουθεί πολύ συχνά θέατρο. Παρότι όχι ιδιαιτέρως θαυμάστρια της Στέγης, κατά δήλωσή της, «θέλησε να δει τον Μπισμπίκη στη Στέγη» προσδοκώντας μία σύγχρονη ανάγνωση του έργου. Μοναδική ένσταση από πλευράς της (τουλάχιστον) ως την ώρα του διαλείμματος ήταν οι αμήχανες αντιδράσεις και τα γέλια του κοινού στο άκουσμα των βωμολοχιών στο πρώτο μέρος του έργου. Ομολογώ ότι προβληματίστηκα στο άκουσμα του σχολίου και υποψιασμένος παρακολούθησα το δεύτερο μέρος αναμένοντας να επιβεβαιώσω πιθανόν τα λεγόμενά της. Αυτό που συνειδητοποίησα μετά και την παρακολούθηση-κορύφωση του δεύτερου μέρους είναι ότι όντως επρόκειτο για αμήχανες αντιδράσεις εκ μέρους του κοινού μπροστά σε εικόνες προκλητικές, εξεζητημένες ή σουρεαλιστικές, όπως για παράδειγμα την νεκρανάσταση ενός νεκρού ή το ξέσπασμα της κλασσικής Ελληνίδας μάνας. Σε μια δεύτερη ανάγνωση ωστόσο, νομίζω ότι, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στις παραστάσεις του Βασίλη Μπισμπίκη, η ωμότητα, η σκληρότητα και η απόγνωση που έφεραν αυτές οι σκηνές κατά τη δραματοποίησή τους (μετά από μια πρώτη αμήχανη αντίδραση) συγκρούστηκαν μετωπικά με το «μέσα» ημών των θεατών, γκρεμίζοντας εσωτερικά τείχη και επιτρέποντας μας να δούμε λίγο πέρα από τα χαλάσματα.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Μεταγραφή & Πρωτότυπη Δραματουργία:
Βασίλης Μπισμπίκης, Γιάννης Μελιτόπουλος
Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης
Κινησιολογική Επιμέλεια: Edgen Lame
Σχεδιασμός Φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Διονύσης Κοκκοτάκης
Βοηθός Σκηνογράφου: Καλύδημη Μούρτζη
Kινηματογράφηση: Φίλιππος Ζαμίδης
Εκτέλεση παραγωγής για την ομάδα Cartel: Φαίη Τζήμα
Βοηθοί παραγωγής για την Ομάδα Cartel: Χριστίνα Γκιώνη, Γιανμάζ Ερντάλ
Μακενίστες: Κωνσταντίνος Χαρατζόγλου, Βασίλης Χαρατζόγλου
Ειδικό μακιγιάζ: Αλέξανδρος Λόγγος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Λευτέρης Αγουρίδας (Ανέστης Πανούσης), Μπέττυ Βακαλίδου (Αλίνα Ιωάννου), Τσέζαρις Γκραουζίνις (Ζαχαρίας Μαρμελάντωφ), Γιανμάζ Ερντάλ (Εργάτης), Μάνος Καζαμίας (Πέτρος Λούτζης), Διονύσης Κοκκοτάκης (Κώστας Κρόκος), Edgen Lame (Φτερωτός Ερμής), Άννα Μάσχα (Μάνα), Ερρίκα Μπίγιου (Σόνια Μαρμελάντοβα), Βασίλης Μπισμπίκης (Πορφύρης Πετρίδης), Δημήτρης Παπάζογλου (Μαρικόν), Φοίβος Παπακώστας (Γρηγόρης), Νατάσα Παπανδρέου (Ηρώ Ίνι), Νίκη Σερέτη (Κατερίνα Μαρμελάντοβα), Γιώργος Σιδέρης (Ηλίας), Θοδωρής Σκυφτούλης (Μιχάλης Σχίζας), Στέλιος Τυριακίδης (Δημήτρης), Κώστας Φαλελάκης (Αρκάδης Πονηρίδης), Ιώβη Φραγκάτου (Ντίνα Σχίζα), Νικολέτα Χαρατζόγλου (Νατάσσα)
Μεταφραση υπερτίτλων στα Αγγλικά: Μέμη Κατσώνη
Ταυτόχρονος υπερτιτλισμός: Γιάννης Παπαδάκης
*Ο Τάσος Τσιλίκουνας
γεννήθηκε και σπούδασε στην Θεσσαλονίκη. Είναι δικηγόρος και ένας απο τους λόγους που μετακόμισε στην Αθήνα το 2009 είναι τα θέατρα της πρωτεύουσας. Παρακολουθεί πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά και ακολουθεί συγκεκριμένους εκφραστές του θεάτρου φανατικά. Τα τελευταία χρόνια έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την υποκριτική μέσα από το θεατρικό εργαστήρι της καταπactή, εκμηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ πλατείας και σκηνής.