Διηγήματα μέσα από την Καταπactή vol.3
“Πρόσκληση στο νησί” της Σεβαστής Κωνσταντινίδου
Το παρακάτω διήγημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια του διαδικτυακού εργαστηρίου δημιουργικής γραφής “Από το θέατρο στη λογοτεχνία” με την Ειρήνη Δερμιτζάκη, στα πλαίσια άσκησης βασισμένης στην “Εβραία” του Μ. Μπρεχτ με θέμα: “Δεν αναγνωρίζω πια αυτόν τον κόσμο”.
Πρόσκληση στο νησί
Στάθηκε απέναντι από το μαγαζί. Περίμενε να φύγουν κι οι τελευταίοι πελάτες. Τότε, με το καπέλο στο χέρι άνοιξε την πόρτα. Δεν ήθελε να έρθει. Κλήρο ρίξανε και του έλαχε αυτουνού. Τον εκτιμούσε τον κυρ-Γιώργη. Όχι μόνο γιατί ήταν ο καλύτερος ράφτης της περιοχής. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, προσφυγόπουλο ήρθε εδώ μα είχε προλάβει κι είχε μάθει να ράβει φράγκικα ρούχα στην Πόλη. Και κουτσός να ήσουνα, το ρούχο του κυρ-Γιώργη έκρυβε κάθε ατέλεια.
«Καλώς τον χωροφύλακα», άκουσε τον τεχνίτη να λέει. Αυτός γυρνώντας το καπέλο στα χέρια με παύσεις κάθε τρεις και λίγο κατάφερε σε κάποια στιγμή επιτέλους να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Τα μάτια του κοιτούσαν ακόμη το πάτωμα, χαμηλωμένα σταθερά στα κίτρινα σανίδια όταν άκουσε τον κυρ-Γιώργη να ρωτάει: «Μα από πού κι ως πού εγώ στη Μακρόνησο; Ούτε η μάνα μου δεν ξέρει τι πιστεύω, πώς ήρθε τέτοια λίστα;»
«Δεν ξέρω, κυρ-Γιώργη. Να, ο γραμματέας την παρέλαβε. Ο πεθερός του ξαδέρφου σου, του Γεράσιμου. Έμπιστο άτομο».
«Μάλιστα, έκανε ο κυρ-Γιώργης. Μάλιστα. Μεθαύριο, λοιπόν. Ξημερώματα. Κι η γυναίκα μου γιατί να έρθει μαζί μου; Εμείς δικαιώματα δε δώσαμε ποτές».
«Τι να σου πω, κυρ-Γιώργη. Τι να σου πω», έλεγε και ξανάλεγε ο χωροφύλακας.
Βράδυ κανονίστηκαν οι λεπτομέρειες στο σπίτι. Γυναίκα και άνδρας θα έφευγαν. Ευτυχώς που ζούσε κι η μάνα του. Αυτή θα κρατούσε τα τέσσερα παιδιά. Στη διαδρομή σκεφτόταν ξανά και ξανά τα γεγονότα.
«Μα εγώ δεν έδωσα σε κανέναν πάτημα. Είναι και το ραφείο, βλέπεις, ρε γυναίκα. Δεν ήθελα να χαρακτηριστώ. Να πεις για τον Γεράσιμο, ναι, δε θα μου έκανε εντύπωση. Μόλις προχθές, πάλι έλεγε για απεργίες και κυνηγητά που έπαιξαν με την αστυνομία στη Σαλονίκη.»
«Γιώργη, έκανε η γυναίκα του…»
Αυτός σταμάτησε να μιλάει και την κοίταξε λίγο παραπάνω. Σαν να άνοιξε το βλέμμα του, σαν να ξεθάμπωσε ένα τζάμι θολό.
«Αυτό είναι, Γιώργη, αυτό…»
«Λες να… »
«Ναι, Γιώργη. Το ξέρεις κι εσύ ότι αυτό έγινε. Τι Γεώργιος Αποστολίδης, τι Γεράσιμος Αποστολίδης… Απλά πράγματα, μια καλή γόμα κι όλα μέλι γάλα»
«Α, ρε Θεέ! Δεν τον αναγνωρίζω αυτόν τον κόσμο πια. Μέρα με τη μέρα γίνεται χειρότερος!» ψιθύρισε ο Γιώργης κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, όπως τότε μικρό παλληκαράκι που γράπωνε το χέρι της μάνας του στη σκάλα του πλοίου κι έριχνε τις τελευταίες ματιές στην Πόλη την αγαπημένη.
Έξι μήνες έμεινε στο νησί. Βράδυ γύρισε στο κεφαλοχώρι. Το πρωί ενώ σκούπιζε το μαγαζί, μια σκιά έπεσε μπροστά στην ανοικτή πόρτα. Σήκωσε το κεφάλι.
«Πες μου ότι δεν ήξερες τίποτα», είπε. «Δεν ήξερα τίποτα, ξάδερφε», απάντησε ο άλλος και έσκυψε το κεφάλι. «Έλα, κερνάω καφέ», είπε ο Γιώργης.
Ο πεθερός πλήρωσε μόνος το κρίμα του. Δεν τόλμησε να ξαναπεράσει την πόρτα του καλύτερου ράφτη της περιοχής. Αναγκάστηκε να ράβει δευτεροκλασάτα ρούχα και να φαίνεται κάθε ατέλεια στο πλαδαρό κορμί του. Τι να κάνεις. Κάποια, όχι όλα, πληρώνονται τελικά και σε αυτή τη ζωή!
Σεβαστή Κωνσταντινίδου
https://katapacti.gr/on-line-ergastiri-siggrafis-apo-to-theatro-sti-logotehnia/