Διηγήματα μέσα από την Καταπactή vol.1
“Λευκά στραγάλια” της Αριστέας Κακουράκη
Το παρακάτω διήγημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια του διαδικτυακού εργαστηρίου δημιουργικής γραφής “Από το θέατρο στη λογοτεχνία” με την Ειρήνη Δερμιτζάκη, στο πλαίσιο άσκησης με θέμα «Ύβρις και νέμεσις» εμπνευσμένο από το “Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι” του Τένεσσι Γουίλιαμς.
Άσπρα στραγάλια
Περνάω πολύ καλά σε αυτό το σπίτι. Ο καθένας έχει το δικό του δωμάτιο.
Δεν έχουμε πολλά πράγματα. Ένα κρεβάτι στρωμένο με άσπρα σεντόνια μόνο, ένα
τραπέζι που το χρησιμοποιούμε για να τρώμε και να γράφουμε. Κάθε μέρα έχουμε
δέκα λεπτά για να γράψουμε σε όποιον θέλουμε και ό,τι θέλουμε. Τα δικά μου
χαρτιά τα δίνω στη κυρία που μου φέρνει το πρωινό μου, δε θυμάμαι το όνομα της.
Μερικά όμως, τα κρύβω μέσα στα βιβλία που μας επιτρέπουν να έχουμε σε μια
βιβλιοθήκη καρφωμένη στο τοίχο με κάτι τεράστιες βίδες. Επικρατεί το άσπρο
παντού. Μερικές φορές με κουράζει και έτσι κλέβω από το κήπο τριφύλλι. Το
αφήνω στο τραπέζι και αμέσως αλλάζει η όψη του δωματίου μου. Δεν μας αφήνουν
να παίρνουμε πράγματα και αφού δεν έχω παράθυρο αναγκάζομαι να το φάω. Η
ντουζιέρα στο μπάνιο είναι αυτόματη. Μόλις πατάω το πόδι μου τρέχει ζεστό νερό
και μόλις το βγάλω σταματάει.
Εχθές με τιμώρησαν. Προσπάθησα λέει να καθαρίσω τις κόκκινες κηλίδες
στα σεντόνια μου με αποτέλεσμα να βρεθούν τυλιγμένα στο λαιμό μου και δεμένα
στο κάγκελο του κρεβατιού. Εγώ προσπάθησα να φτάσω στη πόρτα και έτσι να με
βρουν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση στο πάτωμα. Μου έδωσαν εκείνα τα χάπια, που
απαγορεύεται να τα λέμε χάπια, αλλά άσπρα στραγάλια που πρέπει να τα γλύψω
μέχρι να λιώσουν στο στόμα μου, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο τέλος και που
όταν τα καταπίνω κοιμάμαι όλη τη μέρα χωρίς να φάω ή να πιω. Μου λένε ότι αυτό
συμβαίνει και στους υπόλοιπους φίλους μου όταν δημιουργούν πρόβλημα. Τους
ρωτάω γιατί είμαι σε αυτό το σπίτι αλλά αποφεύγουν να μου απαντήσουν.
Θυμάμαι συχνά εκείνον, που ξεχνάω το όνομα του. Ειδικά όταν βρισκόμαστε όλοι
μαζί στην αυλή. Στο μυαλό μου, έρχονται εικόνες που την επόμενη στιγμή δε τις
θυμάμαι. Πρέπει να βρω ένα τρόπο να τα γράφω εκείνη τη στιγμή.
Δε περνάω καλά πια. Ήρθε εκείνος στον ύπνο μου με ένα μαχαίρι. Μου
ζήτησε να το καρφώσω στα πόδια του και εγώ το μεσημέρι έκλεψα ένα, το έβαλα
στο εσώρουχο μου. Εκείνος είπε ότι αν τον αγαπώ, να τον λυτρώσω και εγώ άρχισα
να το μπήξω στα πόδια μου, στους μηρούς μου, στις γάμπες μου. Η κυρία του
βραδινού με βρήκε αιμόφυρτη στο κρεβάτι. «Από δω και πέρα θα τρως με
πλαστικά» είπε. Εγώ όμως έπρεπε να τον υπακούσω, να τον υπηρετήσω. Μέχρι που
γνώρισα το Τζον. Δεν ήθελε τίποτα από εμένα, το μόνο που ζητούσε είναι να τον
αφήνω να με αγαπά. Έφευγα τα βράδια, το κορμί μου σπινθήριζε σαν γυμνό
καλώδιο μόλις τον έβλεπα. Χανόταν ο χρόνος, μαζί του και εγώ.
Η κοπέλα που φιλοξενείται στο δωμάτιο 205 προσπάθησε να φύγει χθες από
τη πίσω πόρτα της αυλής. Δεν είδε τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, μου θύμισε
μαχόμενο ταυρομάχο. Τη θάψαμε σήμερα στο εκκλησάκι πίσω στο δάσος.
Τώρα θα σου μιλήσω για μένα που ήμουν ο Τζον, για το Τζον που ήταν εγώ.
Κάθε φορά γινόταν πιο έντονο, εφιαλτικά όμορφο. Τον έβλεπα κάθε βράδυ. Εκείνος
κοιμόταν βαθιά μετά από ένα ουίσκι με στραγάλια που ετοίμασα.
Έτσι είχα χρόνο να αφοσιώνομαι στο Τζον. Μόλις το φεγγάρι μας εγκατέλειπε γυρνούσα στο σπίτι
για να ξαπλώσω ήρεμη μετά από μια ανήσυχη νύχτα. Εκείνος δεν είχε καταλάβει
τίποτα. Δεν είχα τύψεις ούτε ενοχές. Ήξερα πως έπρεπε να φύγω αλλά εκείνος δε
θα με άφηνε. Ο Τζον ερχόταν κάθε βράδυ. Θυμάμαι εκείνον, που ξεχνάω το όνομα
του, να είναι στο διάδρομο έτοιμος να χυμήξει πάνω μου. Εγώ τότε, δε ξέρω πως,
ίσως χωρίς να το θέλω, δε θυμάμαι καλά, νομίζω ήταν ο Τζον εκεί, ενώ εκείνος με
άρπαξε και τότε ο Τζον τον έπιασε απ’ το λαιμό όπως ο Μάικ το Μπιλ σήμερα την
ώρα του μεσημεριανού. Τα μάτια του Μπιλ είχαν πεταχτεί έξω, ένιωθα φόβο, τον
ίδιο με εκείνη τη μέρα, πήδηξα πάνω στο Μάικ δαγκώνοντας το λαιμό του μέχρι
που τα χείλη μου γεύτηκαν αίμα.
Γράφω χωρίς να ξέρω ποια είμαι. Αυτό το άσπρο αρχίζει να με κουράζει.
Ευτυχώς κατάφερα να πάρω μια καρφίτσα και τρύπησα τα δάχτυλα μου γεμίζοντας
το τοίχο με κόκκινες βούλες. Τρώω μόνη μου πια. Η κυρία του φαγητού πέθανε, έτσι
μου είπαν, κάποιος τη δάγκωσε στο λαιμό. Τους έχω πει πως υπάρχει ένα τέρας, δε
μπορώ να το δω αλλά το μυρίζω κάθε νύχτα. Έρχεται έξω απ’ τη πόρτα μου,
γρυλίζει. Ακουμπάω τα σάλια που αφήνει στη χαραμάδα, μυρίζουν ψόφιο ποντίκι.
Δε με πιστεύουν.
Ήρθε εκείνος, έτσι μου είπε, ότι ήταν εκείνος. Μου έφερε μολύβια και ένα
τετράδιο κι ας ήξερε ότι δεν επιτρέπεται. Δε θέλω να ξανάρθει, δε τον ξέρω. Κάποια
στιγμή τον κοίταξα, μου είπε πως αν το κοίταζα θα έβλεπα στα μάτια του τον άντρα
μου αλλά εγώ είδα ένα ξένο. Χτύπησε το κουδούνι κινδύνου. Οι κόκκινες μπάλες
άρχισαν να αναβοσβήνουν σαν τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Μαζεύτηκαν όλοι γύρω μας, είχαμε αρπάξει φωτιά.
Τότε άρχισαν να τον μυρίζουν, να τον χαϊδεύουν, να χορεύουν πάνω του.
Κάποιος τον έκανε παγκάκι, κάθισε πάνω του με φόρα και το έσπασε, κάποιος
άλλος τον έσερνε στο γκαζόν. Άκουγα κραυγές αλλά στα αφτιά μου ηχούσαν σαν
μελωδία. Μου έφεραν τη γλώσσα του, μου ζήτησαν να τη δώσω στο σκύλο που
είχαμε στο κήπο. Μια άλλη φορούσε τα ρούχα του «το κουστούμι πηγαίνει στου
άνδρες» της είπα. Τότε εκείνη μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Το δέχτηκα με τόση
ευχαρίστηση όσο και εκείνον για βραδινό. Είχαμε μια μικρή γιορτή.
Ήρθαμε σε καινούργιο σπίτι. Το ένα μου χέρι είναι δεμένο στο κάγκελο του
κρεβατιού. Είναι σχεδόν ίδιο με το προηγούμενο μόνο που τώρα δεν έχω
βιβλιοθήκη ούτε ξέρω τους φίλους μου. Θυμάμαι μόνο το Τζον στο διάδρομο με
αίματα που έβγαιναν από μια μεγάλη τρύπα στο κεφάλι. Είδα τα δάχτυλα εκείνου
στο τοίχο, ίσως ήρθε η αστυνομία. Με πήρε μακριά του. Είχα και εγώ αίματα πάνω
μου. Ήθελα να γίνω ένα με το Τζον, τον φίλησα. Η γεύση του σκουριασμένου
σίδερου μου άφησε μια όμορφη γεύση.
Αριστέα Κακουράκη
https://katapacti.gr/on-line-ergastiri-siggrafis-apo-to-theatro-sti-logotehnia/